31.12.09

Στρώσ’ το τραπέζι σου για δυο



"Για πες μου λοιπόν, εσύ από πότε έχεις να μαγειρέψεις για πρόσωπο που σ’ενδιαφέρει ιδιαιτέρως;" με ρώτησε η φίλη μου η Φαίδρα.

Νωρίτερα υπερασπιζόμουν τον έρωτα και τις αληθινές σχέσεις ως πιθανή εκδοχή ακόμα και στα μεταμοντέρνα και μοναχικά 00ies όμως, ήταν μάταιο όσο και να προσπάθησα να θυμίσω σ’εκείνη αλλά και στην υπόλοιπη παρέα ότι έχω το πιο ανοιχτό σπίτι απ’όλους και η προσωπική μου ζωή παρουσιάζει την πιο έντονη κινητικότητα απ’όλων των υπολοίπων που παριστάνουν τους σκληρούς.

"Άστ’αυτά", επέμενε. "Δεν σε ρώτησα πόσους κοιμίζεις στο σπίτι σου αλλά πόσες ταϊζεις εσύ ο ίδια, μαγειρεύοντας εσύ ο ίδια γιαυτούς, στρώνοντας ένα ωραίο τραπέζι κι ανάβοντας τα άπειρα κεριά που ανάβεις όταν μαγειρεύεις για μας…".

Σε μια εποχή που τα διάφορα στάδια της γνωριμίας με τους άλλους εξελίσσονται με ταχύτητα και το κυριότερο, χωρίς ιδιαίτερες και εν πολλοίς ανεπιθύμητες κοινωνικές επιπλοκές (όρα δεσμεύσεις) η ομάδα των συν-πλην σαράντα φαίνεται πως ευκολότερα… ξεστρώνει το κρεβάτι της παρά στρώνει το τραπέζι της για δυο. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά όταν το τραπέζι στο σπίτι για τα μάτια που αγαπάς, απαιτεί δόσιμο σε χρόνο, σε κόπο και κυρίως σε αίσθημα. Τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις τις έχω βιώσει όταν το τραπέζι που έχω ετοιμάσει έχει αντιμετωπιστεί ως κάτι δεδομένο, με αδιαφορία και στυλάκι αφ’υψηλού

"Τί; Μαγείρεψες; Καλύτερα δεν θα ήταν να πηγαίναμε κάπου έξω, να δούμε και λίγο κόσμο;".

Έπειτα, δυσκολεύομαι κάπως να δεχτώ την απόλυτη απομυθοποίηση του άλλου που επέρχεται όταν τρως μαζί του σ’ενα τετ-α-τετ στο σπίτι σου. Εκεί, κανείς δεν μπορεί να κρύψει ποιος είναι και όταν για παράδειγμα δεις μια απόλυτα κομψή ύπαρξη να δυσκολεύεται ακόμα και στο να κρατήσει το μαχαιροπήρουνο σωστά, καταλαβαίνεις αμέσως τί σημαίνει το ρήμα "ξενερώνω"… Γιατί λοιπόν να το περάσω αυτό με τον οποιονδήποτε;

Από την άλλη πλευρά, ίσως κι αυτός να είναι ένας από τους λόγους που το οικιακό μαγείρεμα μεταξύ των νεότερων και εργένηδων, έχει στραφεί προς μια πιο λάϊφσταϊλ εκδοχή, όπου ο εργένης οικοδεσπότης θ’ανοίξει το σπίτι του να δείξει την τακτοποιημένη του ζωή, τα καλόγουστα σερβίτσια που απέκτησε με τη δουλειά του, το μαγειρικό γούστο που ανέπτυξε στα εστιατόρια και στα ταξίδια που ήταν σε θέση να κάνει ακριβώς επειδή είναι ελεύθερος, χωρίς οικογενειακές δεσμεύσεις. Το στερεότυπο του ελληνικού τραπεζιού στο οποίο προσκαλείται το σόϊ για να επιδείξει η οικοδέσποινα τις μαγειρικές της ικανότητες και τον πλούτο της οικογένειας, αντεστραμμένο. Αυτά που κοροϊδεύουμε στους παλιότερους… Η άλλη όψη του ιδίου νομίσματος. Ίδιοι και απαράλλαχτοι με τους παπούδες μας, δηλαδή.

Αρκετά θλιβερό, αν το καλοσκεφτείς…

Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να τραβήξει κανείς τον "τρίτο δρόμο", να βρει μια μέση λύση, ένα τρόπο να διαμορφώσει το τοπίο των σχέσεων με όρους του σήμερα. Η μαγειρική φαίνεται ένας καλός δρόμος ή καλύτερα ένας τρόπος να δίνεις στον εαυτό σου την ευκαιρία να ρίξει τους τόνους, να "χαμηλώσει τα γκάζια" αφού έτσι κι αλλιώς ο κίνδυνος να τρακάρεις μετωπικά με κανα τοίχο είναι πάντα υπαρκτός.

"Στρώσ’ το τραπέζι σου για δυο" λοιπόν. Και βλέπουμε…

ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΟΣ, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 11.10.09



ΥΓ. Χριστούγεννα δεν είναι μόνο το γιορτινό τραπέζι. Δεν είναι καν το γιορτινό τραπέζι, τουλάχιστον όπως πλασσάρεται στην εποχή του καταναλωτισμού. Δεν είναι δηλαδή γαλοπούλες και κατσικάκια, ούτε τζατζίκια, χτυπητές, κανταΐφια και μπακλαβάδες.

Γιορτινό τραπέζι είναι επικοινωνία αισθημάτων. Γύρω από ένα τραπέζι. Τελευταίο προπύργιο αξιών. Εστία αναμνήσεων…

Ξημερώματα, αγκαλιά με εκείνον που αγαπάς, μέρες που είναι, χιόνια στους δρόμους, στο σπίτι από την παραμονή, χουχουλιάσματα, δύσκολα ξυπνήματα, κρύο έξω ζεστό το νερό στο μπάνιο, οι ηλικίες να μην γδέρνουν, με βήματα αργά κα με σεβασμό, αυστηρά με σεβασμό, δυο ποτήρια κρασί κόκκινο, πατώντας στα χιόνια κρύα τα πόδια αλλά ζεστές οι καρδιές, θολά τα τζάμια των γυαλιών, σαν φάτνη το σπίτι, γνωστοί κι άγνωστοι παρόντες και κάποιοι παραπάνω λόγω της ημέρας, κατάνυξη και πανηγύρι μαζί, ζέστη, αναμνήσεις, αργοί ρυθμοί, χρόνια πολλά, φιλιά και βουρ ξανά για το σπίτι, μια ζεστή σούπα γύρω και ξανά κάτω από τις κουβέρτες να αγκαλιαστούμε, να νιώσει ο ένας τον άλλον…}.

Αναμνήσεις είναι το τραπέζι, αναμνήσεις και αισθήματα. Αυτά το κάνουν γιορτινό. Χρόνια σας πολλά. Με αγάπη. Αρκεί.

16.12.09

Ένας ξεπεσμένος αριστοκράτης με ντελικάτη κράση



Τα αχλάδια με αγχώνουν. Τα λατρεύω, αλλά με αγχώνουν. Όχι επειδή έχουν αναλάβει να με προειδοποιήσουν για τις κακοτοπιές της ζωής, με την ουρά τους τοποθετημένη έτσι ακριβώς ώστε να προμηνύει τα κακά μαντάτα. Όχι, όχι γι' αυτό. Αλλά γιατί σπάνια καταφέρνω να τα γευτώ την ιδανική στιγμή, που -και αυτό πρέπει να το τονίσω- δεν είναι ίδια για τον καθένα.

Θα σας εξηγήσω αμέσως τι εννοώ.

Εγώ τα προτιμώ σκληρά, αλλά όχι στυφά -όπως πολύ συχνά τα αγοράζω-, άλλοι βουτυράτα αλλά όχι παραγινωμένα, μερικοί ιδανικά ζουμερά και αρωματικά (επόμενο και φυσικό, αφού έχω αρχίσει να υποψιάζομαι πως μεγαλώνουμε τους πιο αμείλικτους ειδικούς σε θέματα γαστρονομίας). Όταν τα αγοράζω, άγουρα πάντα, τα αφήνω 2-5 μέρες εκτός ψυγείου μέσα σε χάρτινη σακούλα του μανάβη, μέχρι να οσμιστώ το χαρακτηριστικό τους άρωμα και μετά τα βάζω στο ψυγείο, αλλά ποτέ σε πλαστική σακούλα, γιατί συγκρατεί την υγρασία. Ταυτόχρονα, τα προωθώ με όλους τους τρόπους στους ενδιαφερόμενους, κι αν δεν δω ανταπόκριση, τα μετατρέπω σε πρωινό, κολατσιό ή επιδόρπιο, όπως θα κάνουμε εδώ, αλλά δεν ξεχνώ πως συνδυάζονται ιδανικά με τυριά και αλλαντικά όπως η γκοργκοντζόλα και το έμενταλ, το προσούτο και τα καπνιστά κρέατα.

Και για την ιστορία, το αχλάδι είναι παλιός γνώριμος. Η άγρια αχλαδιά, που ξεκίνησε από τη νοτιοανατολική Ευρώπη, εξελίχθηκε σε χιλιάδες ποικιλίες που καλλιεργούνται σχεδόν παντού. Μάλιστα, εκεί γύρω στο 17ο αιώνα γνώρισε μεγάλες δόξες, καθώς χάρη στους κόπους των γεωπόνων της εποχής εξελίχθηκε και καθιερώθηκε ως φρούτο της αριστοκρατίας, σύμβολο αφθονίας και ευμάρειας, γι' αυτό και απεικονίζεται συχνά σε πορτρέτα της εποχής. Στη ζαχαροπλαστική, η φινέτσα του αποζητάει το βούτυρο, τη βανίλια και τη μαύρη σοκολάτα, το κρασί και τα αποστάγματα. Απολαύστε το σε κλασικές, εύκολες, γρήγορες και υγιεινές συνταγές.

Τσουρέκι με αχλάδια κομπόστα και σάλτσα σοκολάτας



Πανεύκολο. Το τσουρέκι που περίσσεψε, αχλάδια κομπόστα, αμύγδαλα και σάλτσα σοκολάτας, φτιάξτε ένα εντυπωσιακό γλυκό στη στιγμή και δελεάστε παιδιά και μεγάλους.

ΥΛΙΚΑ

*6 μισά αχλάδια κομπόστα
*6 φέτες τσουρέκι
*20 γρ. βούτυρο ανάλατο
*25 γρ. αμύγδαλο φιλέ

ΣΑΛΤΣΑ ΣΟΚΟΛΑΤΑΣ:

*2 φλιτζ. νερό
*50 γρ. ζάχαρη
*το χυμό ενός λεμονιού
*100 γρ. μαύρη σοκολάτα καλής ποιότητας

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Ετοιμάζετε το σιρόπι σοκολάτας: Βάζετε να βράσει το νερό με τη ζάχαρη και το χυμό λεμονιού μέχρι η ποσότητα να μειωθεί στο μισό. Απομακρύνετε από τη φωτιά και προσθέτετε τη σοκολάτα κομμένη σε κομμάτια. Ανακατεύετε μέχρι να λιώσει και να ενοποιηθεί.

Αλείφετε τις φέτες τσουρέκι με βούτυρο και τις πασπαλίζετε με το αμύγδαλο φιλέ. Τις ψήνετε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180oC μέχρι να ροδίσουν. Προσοχή! Μη φεύγετε από την κουζίνα, γιατί τα γλυκά ψωμιά καίγονται πανεύκολα! Τοποθετείτε από μισό αχλάδι σε κάθε φέτα τσουρέκι και περιχύνετε με τη σάλτσα σοκολάτας. Σερβίρετε αμέσως!

ΣΥΜΒΟΥΛΗ: Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και φρέσκα αχλάδια, τα οποία θα βράσετε για περίπου 15-20 λεπτά στο σιρόπι που κατόπιν θα χρησιμοποιήσετε για τη σάλτσα σοκολάτας.


Μακρόστενο κέικ με αχλάδια και μέλι



Καταπληκτικό για το πρωινό αλλά και μαζί με τον καφέ κάθε άλλη στιγμή της ημέρας, το κέικ αυτό συνδυάζει υπέροχα το βούτυρο και το φίνο φρούτο.
Τα αχλάδια μαγειρεύονται με βούτυρο, μέλι και απόσταγμα αχλαδιού -μια grappa ή μια ρακή από αχλάδι- αλλά αν δεν έχετε, τολμήστε να το αντικαταστήσετε με τσικουδιά ή ρακή από σταφύλια, και γίνονται από μόνα τους ένα εκπληκτικό επιδόρπιο, σερβιρισμένα ζεστά, με μια μπάλα παγωτό βανίλια.

ΥΛΙΚΑ

*150 γρ. ανάλατο βούτυρο σε θερμοκρασία δωματίου *1 3/4 φλιτζ. ζάχαρη άχνη.
*1 κουτ. σούπας μπέικιν πάουντερ
*1 πρέζα αλάτι
*4 αβγά
*1 3/4 φλ. αλεύρι για όλες τις χρήσεις

ΓΙΑ ΤΑ ΑΧΛΑΔΙΑ:

*25 γρ. ανάλατο βούτυρο
*1 κιλό αχλάδια (όχι πολύ ώριμα)
*2 κουτ. σούπας μέλι ανθέων (αν έχετε συγκεκριμένα ακακίας, ακόμη καλύτερα)
*1/4 φλιτζ. απόσταγμα αχλαδιού

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Ετοιμάζετε το μείγμα του κέικ: Χτυπάτε στο μίξερ το μαλακωμένο βούτυρο με τη ζάχαρη μέχρι να γίνει κρεμώδες και αφράτο. Προσθέτετε το μπέικιν και το αλάτι. Συνεχίζετε το χτύπημα προσθέτοντας ένα ένα τα αβγά. Κοσκινίζετε το αλεύρι και το προσθέτετε σταδιακά στο μείγμα, ανακατεύοντας απαλά από κάτω προς τα πάνω. Αφήνετε το μείγμα να ξεκουραστεί σε θερμοκρασία δωματίου για περίπου 1 ώρα.

Προθερμαίνετε το φούρνο στους 190C.

Ετοιμάζετε τα αχλάδια: Καθαρίζετε τα αχλάδια και τα κόβετε στα τέσσερα. Λιώνετε σε μέτρια φωτιά το μισό βούτυρο σε ένα φαρδύ τηγάνι και προσθέτετε τα μισά αχλάδια. Τα αφήνετε να ροδίσουν και τα γυρίζετε από την άλλη πλευρά. Προσθέτετε 1 κουτ. σούπας μέλι και 2 κουτ. σούπας απόσταγμα και αφήνετε τα αρώματα να δέσουν, για άλλα 5 λεπτά. Μην τα ανακατεύετε δυνατά γιατί θα διαλυθούν! Επαναλαμβάνετε τη διαδικασία με τα υπόλοιπα αχλάδια. Αφήστε τα να κρυώσουν και σουρώστε τα αν έχουν βγάλει πολλά υγρά.

Βουτυρώνετε και αλευρώνετε (ή ντύνετε με αντικολλητικό χαρτί) μια μακρόστενη φόρμα 30Χ12 εκ., ή δύο φόρμες 23Χ10 εκ. Οταν τα αχλάδια κρυώσουν, τα ανακατεύετε απαλά στο μείγμα του κέικ και το βάζετε στη φόρμα. Το ψήνετε για περίπου 10 λεπτά στους 190C και μετά χαμηλώνετε τη θερμοκρασία του φούρνου στους 170oC, συνολικά για περίπου 1 ώρα. Οταν ψηθεί, το αφήνετε να κρυώσει για 10 λεπτά και το βγάζετε από τη φόρμα. Το κόβετε σε φέτες αφού κρυώσει τελείως.

Πίτα d' artois με καραμελωμένα αχλάδια
Για τους Γάλλους, η πίτα «d' artois» είναι πάντα μια κλειστή πίτα αφράτης σφολιάτας, με γλυκιά ή αλμυρή γέμιση.



Είτε φτιάχτηκε πρώτη φορά στις κουζίνες του κόμη D' Artois και μετέπειτα βασιλιά Καρόλου Χ, είτε πήρε το όνομά της από τον διάσημο καλλιτέχνη του βαριετέ του 19ου αιώνα, είναι πια κομμάτι της κλασικής γαλλικής κουζίνας. Εδώ θα τη δοκιμάσουμε με γέμιση από καραμελωμένα αχλάδια για να συνοδέψουμε ιδανικά ένα απογευματινό τσάι.

ΥΛΙΚΑ

*1 φύλλο (περίπου 400 γρ.) γαλλικής σφολιάτας
*1 αβγό
*50 γρ. μαρμελάδα βερίκοκο

ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΜΙΣΗ
*700 γρ. αχλάδια
*1 κουταλιά της σούπας φρέσκο βούτυρο
*50 γρ. ζάχαρη
*κανέλα σε σκόνη

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Κόβετε το φύλλο της σφολιάτας σε δύο μακρόστενα κομμάτια, το ένα κατά 1 εκ. φαρδύτερο από το άλλο. Τα βάζετε στο ψυγείο σε ορθογώνιο ταψί στρωμένο με λαδόκολλα. Προθερμαίνετε το φούρνο στους 180C. Καθαρίζετε τα αχλάδια και τα κόβετε σε κύβους. Βάζετε το βούτυρο να λιώσει σε φαρδύ τηγάνι και προσθέτετε τα αχλάδια και τη ζάχαρη. Ανακατεύετε απαλά μέχρι να καραμελώσουν τα αχλάδια. Προσθέτετε την κανέλα. Αφήνετε τη γέμιση να κρυώσει. Χτυπάτε το αβγό ολόκληρο και αλείφετε το πιο στενό φύλλο της σφολιάτας με προσοχή, να μην τρέξει απέξω. Απλώνετε τη γέμιση κατά μήκος του στενότερου φύλλου, αφού τη σουρώσετε από τα πολλά υγρά. Καλύπτετε με το δεύτερο φύλλο σφολιάτας και πιέζετε απαλά με τα δάχτυλα (όχι με το πιρούνι!) να κολλήσουν οι άκρες. Αλείφετε την επιφάνεια με το χτυπημένο αβγό και βάζετε την πίτα στο ψυγείο για 20 λεπτά. Αλείφετε ξανά με αβγό και με το μαχαίρι σχεδιάζετε ρόμβους. Ψήνετε για περίπου 35 λεπτά. Την αφήνετε να κρυώσει. Ζεσταίνετε σε ένα κατσαρολάκι τη μαρμελάδα με 1 κουταλιά σούπας νερό και αλείφετε την επιφάνεια της πίτας για να αποκτήσει γυαλάδα.

Αχλάδια ποσαρισμένα σε σιρόπι εσπρέσο με ζαμπαγιόνε
Ενα ελαφρύ και αρωματικό επιδόρπιο, γι' αυτούς που απολαμβάνουν να κλείνουν ένα καλό γεύμα με τη γεύση του καφέ.



ΥΛΙΚΑ

*4 αχλάδια
*3 φλιτζ. νερό
*½ φλιτζ. ζάχαρη
*1 ξυλαράκι κανέλας
*1 λεμόνι
*4 δόσεις εσπρέσο

ΓΙΑ ΤΟ ΖΑΜΠΑΓΙΟΝΕ

*4 κρόκοι (πολύ φρέσκων) αβγών
*½ φλιτζ. ζάχαρη
*½ φλιτζ. μαρσάλα ή σαμιώτικο γλυκό κρασί

ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Ξεφλουδίστε τα αχλάδια -μην κόβετε το κοτσάνι- και αλείψτε τα με χυμό λεμονιού. Βάλτε τα να βράσουν μαζί με το νερό, τη ζάχαρη και την κανέλα για περίπου 20 λεπτά. Την τελευταία στιγμή, βγάλτε τα από τη φωτιά, προσθέστε τον καφέ και αφήστε τα ακόμη 5 λεπτά. Μην αφήνετε τον καφέ να βράσει γιατί χάνει το άρωμά του! Για το ζαμπαγιόνε, χτυπήστε τους κρόκους με τη ζάχαρη πάνω από μια κατσαρόλα με νερό που βράζει, μέχρι να γίνουν ένα πολύ ανοιχτόχρωμο και αφράτο μείγμα και προσθέστε το γλυκό κρασί. Σερβίρετε σε ένα βαθύ πιάτο ή σε ποτήρι με φαρδύ λαιμό ένα αχλάδι για τον καθένα, περιχύνετε με το σιρόπι καφέ και τέλος το ζαμπαγιόνε.

Μικρά σουφλέ σοκολάτα με ολόκληρα αχλάδια
Μια σοκολατένια απόλαυση με πρόσχημα τα αχλάδια - για τους ενοχικούς της σοκολάτας.



Το γλυκό αυτό είναι πολύ αέρινο και αφράτο, κάτι ανάμεσα σε σουφλέ και gateau au chocolat, και τρώγεται ζεστό, γι' αυτό φτιάξτε το τη μέρα που πρόκειται να το φάτε. Αν το προορίζετε για επιδόρπιο, και πολύ καλά θα κάνετε, κάντε όλη την προετοιμασία και βάλτε τα σουφλέ στο φούρνο την τελευταία στιγμή.

ΥΛΙΚΑ

ΓΙΑ ΤΑ ΑΧΛΑΔΙΑ:

*6 μικρά αχλάδια
*60 γραμμάρια μαύρη σοκολάτα καλής ποιότητας
*χυμός από ένα λεμόνι

ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΥΦΛΕ:
*2 αβγά
*100 γραμμάρια μαύρη σοκολάτα καλής ποιότητας
*75 γραμμάρια βούτυρο και λίγο ακόμα για τις φόρμες
*40 γραμμάρια αλεύρι
*50 γραμμάρια ζάχαρη καστανή

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Προθερμαίνετε το φούρνο στους 180C. Βουτυρώνετε και αλευρώνετε 6 στρογγυλές ατομικές φόρμες. Καθαρίζετε τα αχλάδια από το φλούδι, κόβετε μια λεπτή φέτα από τη βάση για να στέκονται όρθια και με το εργαλείο που αδειάζετε τα κολοκυθάκια αφαιρείτε το εσωτερικό σκληρό μέρος και τα κουκούτσια αφήνοντας το σχήμα τους ανέπαφο. Μην κόβετε τα κοτσάνια! Αλείφετε τα αχλάδια αμέσως με το χυμό λεμονιού για να μη μαυρίσουν. Γεμίζετε τα κενά με κομμάτια σοκολάτας. Χτυπάτε στο μίξερ τα αβγά με τη ζάχαρη μέχρι να γίνουν ένα αφράτο και κρεμώδες μείγμα. Λιώνετε τη σοκολάτα και το βούτυρο σε μπεν μαρί ή στο φούρνο μικροκυμάτων. Προσοχή, στα μικροκύματα, επιλέξτε χαμηλή θερμοκρασία και ελέγχετε συχνά τη σοκολάτα, γιατί καίγεται εύκολα αν παραζεσταθεί. Ρίχνετε στο μείγμα των αβγών το μείγμα βούτυρο-σοκολάτα, ανακατεύετε και προσθέτετε το αλεύρι κοσκινισμένο. Ανακατεύετε απαλά ώστε το μείγμα να μη χάσει τον αέρα του. Γεμίζετε τα φορμάκια μέχρι τη μέση και τοποθετείτε στο κέντρο όρθιο ένα αχλάδι. Μη βάλετε πρώτα το αχλάδι και μετά το μείγμα, γιατί θα παιδευτείτε. Ψήνετε στους 180C για 20-25 λεπτά. Τα σερβίρετε ζεστά.

4.12.09

Αφροδισιακές γεύσεις



Από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, θεραπευτές και μάγισσες σ' όλα τα μήκη και πλάτη της γης, αγωνίζονταν να παρασκευάσουν ερωτικά φίλτρα, λιγότερο ή περισσότερο περίεργα, που θα υπόσχονταν εξαιρετικές επιδόσεις. Στη σύνθεση τους, συναντάμε τροφικά είδη και μπαχαρικά με διεγερτικές ιδιότητες.

Τα ερωτικά μανιτάρια της Ιταλίας

Το 16ο αιώνα, στη Βενετία και στη Φλωρεντία υπήρχε ένα ολόκληρο τετράγωνο που ασχολιόταν με την παρασκευή προϊόντων προορισμένων για εκείνους που είχαν ερωτικά προβλήματα. Τα πιο περιζήτητα συστατικά ήταν τα μανιτάρια και συγκεκριμένα κάποια δηλητηριώδη είδη που σε απειροελάχιστη δόση δημιουργούσαν ζωηρή σεξουαλικότητα.

Ο άνηθος του Ρασπούτιν

Ο Ρασπούτιν δεν μετακινιόταν ποτέ χωρίς μια χούφτα άνηθο στην τσέπη του. Οι φήμες λένε ότι τον πετούσε στο μπάνιο των αγαπημένων του, για να είναι βέβαιος για τη φλόγα που θα επεδείκνυαν!

Το φλογερό πιπέρι

Το πιπέρι είναι το βασικό συστατικό όλων των ερωτικών φίλτρων. Το Μεσαίωνα, πρόσθεταν πιπέρι στα κρασιά από βότανα. Σύμφωνα με το θρύλο, ο Τριστάνος και η Ιζόλδη υπήρξαν θύματα ενός τέτοιου φίλτρου.

Τα "πονηρά" φασόλια

Το 328, ο Άγιος Ιερώνυμος είχε παρατηρήσει ότι τα φασόλια ασκούσαν διεγερτική σεξουαλική δράση. Η ανακάλυψη αυτή τον ώθησε να απαγορεύσει την κατανάλωση φασολιών στο ποίμνιο του. Οι παγανιστές είχαν πάρει την αντίθετη απόφαση, γιατί σύμφωνα με ένα έθιμο κάποια στιγμή την εποχή του καρναβαλιού έπρεπε να προσφέρουν στους καλεσμένους τους σούπα από φασόλια, με σκόρδο και με δεντρολίβανο. Η σούπα αυτή είχε... μεγάλη φήμη.

Τζίνσενγκ: Το τονωτικό της κατάκτησης

Φημισμένη από αιώνες για τις τονωτικές ιδιότητες της η ρίζα του τζίνσενγκ παράγεται τώρα πια σε διάφορες περιοχές του κόσμου από ειδικούς καλλιεργητές. Οι γνώστες εκτιμούν, όμως, ότι μόνο το τζίνσενγκ κορεατικής προέλευσης είναι σεξουαλικό διεγερτικό. Έτσι, για να αποκτήσουν τη «ρίζα της μακροζωίας», οι Κινέζοι αυτοκράτορες προσπάθησαν πάρα πολλές φορές να κατακτήσουν την Κορέα. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι αυτοκράτορες αυτοί είχαν πολλά να κάνουν στο ερωτικό επίπεδο, αφού έπρεπε να ικανοποιούν τις πάμπολλες παλλακίδες της απαγορευμένης πόλης.

Πατάτα στο κρεβάτι

Γνωστή οπό την εποχή των Ίνκας για την ιδιότητα της να αποκαθιστά τη σεξουαλική κόπωση, η πατάτα φύεται σε άγρια μορφή στην αμερικανική ήπειρο. Οι Ίνκας, τη θεωρούσαν, επίσης, δηλητηριώδη. Μήπως δεν είχαν άδικο; Χημικοί έχουν αναγνωρίσει μια τοξική ουσία στη φλούδα της πατάτας: τη σολανίνη.

Λουίζα η θαυματουργή

Στις μέρες μας πίνει κανείς λουίζα για να χαλαρώσει. Οι Γαλάτες, όμως, λάτρευαν αυτό το φυτό γιατί τους έδινε δύναμη. Διακοσμούσε τα επίσημα ρούχα τους και όλους τους ναούς τους. Τα πέταλα της αρωμάτιζαν το νερό που έπιναν και τα ερωτικά τους φίλτρα. Ένας Γάλλος φαρμακοποιός απομόνωσε στη λουίζα τη βερβεναλίνη, ένα αλκαλοειδές που διαστέλλει τις αρτηρίες και διογκώνει το πέος.

Ντομάτα ο καρπός του έρωτα

Οι Αζτέκοι, στην Κεντρική Αμερική, ήταν αυτοί που ανακάλυψαν την ντομάτα και τις ερωτικές ιδιότητες της. Οι ιερείς τους συνιστούσαν την κατανάλωση της για ενίσχυση της γονιμότητας στα ζευγάρια. Χρειάστηκε να υποστούν βασανιστήρια για να αποκαλύψουν στους Ισπανούς τις αρετές αυτού του κόκκινου καρπού. Οι Ισπανοί, από τη μεριά τους, δεν τολμούσαν να τη δοκιμάσουν επί τόπου, αλλά τη μετέφεραν με τα πλοία τους για να τη φυτέψουν.

Η άστατη ρόκα

Για να ενισχύσουν τη διάθεση των ανδρών τους, οι Ιταλίδες μεταδίδουν μια συνταγή από μάνα σε κόρη. Πρόκειται για ένα μείγμα φυτών: άνηθο, εστραγκόν, κάρδαμο, φάβα, καρύδι, κρεμμύδι, τσουκνίδα, μαϊντανό, κουκουνάρι, πράσο και ρόκα (το βασικό συστατικό). Κατά τα άλλα, απαγορευόταν στους στρατιώτες να τρώνε σαλάτα ρόκας για να αποφεύγονται ερωτικές παρεκτροπές που μπορούσε να προκαλέσει η κατανάλωση της.

Σαφράν, το μπαχάρι του έρωτα

Μπαχάρι που αναγνωρίζεται ως αποτελεσματικό αφροδισιακό από τη ρωμαϊκή εποχή, το σαφράν το χρησιμοποιούσαν στις θέρμες. Τα λουτρά με σαφράν προτείνονταν στους γλεντζέδες για να μπορούν να αντεπεξέλθουν στα συνεχή «οργιά» τους. Οι αρχαίοι συνήθιζαν να πασπαλίζουν με σαφράν όλα τους τα φαγητά, ενώ έριχναν τη χρυσαφιά σκόνη ακόμα και στο γεννητικό τους όργανο για να το καταστήσουν πιο γόνιμο.

Σκόρδο στη μπουτονιέρα

Το σκόρδο θεωρείται από παλιά, διεγερτικό. Οι πρώτες κρέμες σκόρδου (που τρώγονταν ή απλώνονταν) χρονολογούνται από τα αρχαία χρόνια. Λατίνοι ποιητές όπως ο Οβίδιος και ο Βιργίλιος το αναφέρουν και μεταφέρουν σχετικές συνταγές. Στη Γαλλία του Μεσαίωνα, φέτες ψωμιού με σκόρδο ήταν πολύ συνηθισμένες στους θεριστές, αλλά και στους εραστές. Το 19ο αιώνα, η σούπα πιπεριάς με σκόρδο προτεινόταν στους νεόνυμφους προτού πέσουν ατό κρεβάτι. Φαίνεται πως αυτό συνεχίζεται και σήμερα στη Μέση Ανατολή. Την ημέρα του γάμου, ο νεαρός άντρας πρέπει να έχει μια σκελίδα σκόρδο στο πέτο. Λένε ότι αυτό το περίεργο στολίδι του επιτρέπει να επιδείξει τον ανδρισμό του την πρώτη νύχτα του γάμου.

Από την ορχιδέα στην αισθησιακή βανίλια

Οι αρχαίοι αντιστοιχούσαν κάθε όργανο του ανθρώπινου σώματος με ένα φαρμακευτικό φυτό. Έτσι, επειδή η ρίζα της ορχιδέας έμοιαζε με όρχεις, έπρεπε να είναι καλή για την καταπολέμηση των σεξουαλικών δυσκολιών. Αυτή η ομοιότητα οδήγησε στη χρήση της για την παρασκευή ερωτικών φίλτρων, αλλά και στην πρόκληση διάρροιας. Μια μέρα, προσφέρθηκε από τους Αζτέκους στους Ευρωπαίους ένας συγκεκριμένος τύπος ορχιδέας που ονομάζεται βανίλια. Αυτή αντικατέστησε την τοξική και από τότε δίνει υπέροχο άρωμα που μπορεί να βοηθάει στη σεξουαλικότητα και σίγουρα προσφέρει απόλαυση με τη γεύση της.

Τζιτζίκια αλά Μάο

Όταν επέλεγε μια γυναίκα ο Μάο Τσε Τουνγκ για να μοιραστεί το κρεβάτι του, ζητούσε να του μαγειρέψουν πόδια τζιτζικιών με τζίντζερ.

H Κλεοπάτρα και ο Μαρκήσιος ντε Σαντ

H Κλεοπάτρα συνήθιζε να προσφέρει στον Αντώνιο κρασί με πέταλα λουλουδιών. O Τζιάκομο Καζανόβα, για να ανακτά τις δυνάμεις του μετά από τις ερωτικές του περιπτύξεις, προτιμούσε μια πλούσια διατροφή με βάση τους οξύρρυγχους, το κυνήγι, τα μανιτάρια τρούφες και τα κρασιά της Σαξονίας. O Δον Ζουάν δεν παρέλειπε να τρώει στρείδια κάθε φορά που θα συναντούσε γυναικεία ύπαρξη. O Μαρκήσιος ντε Σαντ επέλεγε κεφτεδάκια από κρέας περιστεριού, για να αυξήσει τη σεξουαλική του επιθυμία.


Φάε λάδι κι έλα βράδυ

Το ελαιόλαδο χάρη στη βιταμίνη Ε που περιέχει, φαίνεται ότι έχει θετική επίδραση στην αύξηση της λίμπιντο, καθώς και στη γονιμότητα, πράγμα που είχαν διαπιστώσει πολύ γρήγορα οι αρχαίοι Έλληνες. και ίσως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους που θεωρούσαν τις ελιές ιερά δέντρα. Στη λαϊκή μας παράδοση οι νεόνυμνφοι έπρεπε να φάνε ψωμί βουτηγμένο στο πρώτο λάδι της σοδειάς (αγουρόλαδο) πριν την πρώτη τους νύχτα. Η πίστη σ' αυτήν την αξία του ελαιόλαδου έμεινε ακλόνητη ως τις μέρες μας μέσα από την πολλά υποσχόμενη παροιμία: "Φάε λάδι κι έλα βράδυ!"

Μίνα Ζαχαριάδου

28.11.09

Αφήστε τα μίση και μάθετε Λατινικά


Aυτό που ως τώρα συμπέρανα από την ζωή, είναι ότι αιωρούνται δύο "θεματάκια", για να χρησιμοποιήσω την εμετική διατύπωση των ψυχολόγων και ουχί των ψυχιάτρων. A propos, ποια είναι η διαφορά μεταξύ ψυχιάτρων και ψυχολόγων; Η απάντηση είναι... τουλάχιστον 15 χρόνια σπουδές.
Επανέρχομαι... τα θέματά είναι δύο, αφενός η ελλειπής γνώση των Λατινικών και αφετέρου η περί το σεξ εμμονή. Άρα το θέμα της έκθεσης σήμερα είναι:

"Post coitum omniae animal tristae est".

Αν γνωρίζατε Λατινικά δεν θα κυνηγούσατε την πιο φρούδα από τις χαρές.Ανοίξτε κανένα λεξικό, αν δεν έχετε πρόχειρο τον Αυγουστίνο, την κορυφαία και ακραία φυσιογωμία στην οποία ανήκει, νομίζω, η φράση.

"Μετά τη συνουσία όλα είναι τεθλιμμένα", αυτό σημαίνει και συνοψίζει όλη τη ματαιότητα των επιθυμιών.

Οι άρρενες φίλοι μου δεν συμμερίζονται τη φράση του Άγιου Αυγουστίνου, φαίνεται ότι σ΄αυτούς σαρξ και ψυχή ένα εστί οπότε έτσι και ικανοποιούν το σαρκίον αυτομάτως καταλαγιάζει και το φυλλοκάρδι τους. Οι ευαίσθητοι που εγώ αγαπώ αναφωνούν. Γι αυτό είμαι γελαστή κι αισιόδοξη, γιατί απέχω από τις συνευρέσεις! Η τρίτη κατηγορία, χαμένη στις σκιές της, διαπιστώνει του λόγου το αληθές. Αλλά κι ο Πανούτσος, που δεν μοιάζει τρωτός, το έθεσε τέλεια το σαββατοκύριακο.

"Sex optional, note recommended".

Το σεξ το σαββατοκύριακο έχει τη θλίψη εγγλέζικου βιομηχανικού προαστείου. Επαυξάνω. Άρα, Panoutsos for ever (που λένε και τα εφηβάκια, όχι για τον Πανούτσο, ας μην παίρνει τόσο θάρρος, αλλά είναι η μόνη ηλικία που πιστεύει ότι τα πράγματα διαρκούν παντοτινά).
Ε ναι λοιπόν, πότε επιτέλους θα απαλλαγούμε όλοι από αυτή την πλάνη της ικανοποίησης που δεν έρχεται ποτέ; Γιατί παραμένουμε πενηντάρηδες όντες, δέσμιοι του συνθήματος "αφήστε τα μίση και πιάστε το γαμήσι" που τότε μας είχε φανεί τόσο ευρηματικό; (καλή τύφλωση είχαμε!). Γιατί δεν μπορούμε να διεκδικήσουμε το δικαίωμα στην αποχή και την απραξία;
Με αυτό το θέμα σας καλώ στο αποψινό μου τραπέζι γύρω από την ωραιότερη σούπα των φτωχών που έξοχα ετοιμάζει ο Φαμπρίτσιο Μπουλιάνι, ο πιο εμπνευσμένος σεφ που πέρασε από τον τόπο αυτό.



Panade ή σούπα με ψωμί

1 λίτρο νερό ή ζωμό λαχανικών (χειροποίητο κατά προτίμηση)
400 γρ, μπαγιάτικο ψωμί, κομμένο σε φέτες και φρυγανισμένο στο γκριλ
Παρθένο ελαιόλαδο
Αλάτι και άσπρο πιπέρι
4 κρόκους από φρέσκα αυγά
Φρεσκοτριμμένη παρμεζάνα (όχι φακελάκι, έλεος!)

Μέσα σε κατσαρόλα ρίχνουμε το ζωμό και το φρυγανισμένο ψωμί. Αφήνουμε να φουσκώσει για μία ώρα περίπου. Ανάβουμε το μάτι και σιγοβράζουμε για ένα τεταρτάκι, προσθέτοντας λίγο παρθένο ελαιόλαδο, αλάτι και πιπέρι. Καθώς σιγοβράζει ζωμός και ψωμί ενώνονται εις σάρκα μία. Μοιράζουμε τη σούπα σε βαθιά μπολ και ρίχνουμε στο καθένα από ένα ωμό κρόκο αυγού και τριμμένη παρμεζάνα.

Να μια συνεύρεση που καταλαγιάζει και την καρδιά!

Πηγή: Protagon

21.11.09

Μήλου ανάγνωσμα


«Λόλα... να ένα μήλο»

Η φράση, σφηνωμένη στον παιδικό μαθητικό εγκέφαλο, είναι μία από τις πρώτες ισχυρές αναμνήσεις του φρούτου, αν εξαιρέσουμε τις μωρουδιακές φρουτόκρεμες και τα καραμελωμένα μήλα της προσχολικής ηλικίας στα λούνα παρκ, εκτός κι αν κάποιος έχει τραυματικές εμπειρίες από ένα σκληρό κομμάτι φρούτου που του κάθισε στον λαιμό. Το φρούτο, με ιστορία που χάνεται στις απαρχές του χρόνου, κουβαλά στους σπόρους του συμβολισμούς αιώνων, θεραπευτικές αλλά και μεταφυσικές ιδιότητες που υπερτονίζονται στις διαφημιστικές καμπάνιες και χρησιμοποιούνται στη λογοτεχνία, ενώ συνδέεται... άρρηκτα με τις θετικές επιστήμες και έχει χαρίσει το όνομά του σε μια από τις μητροπόλεις του κόσμου.

Η ιστορία του μήλου ξεκινά από την αρχαία Αίγυπτο όπου, όπως υποστηρίζουν οι περισσότεροι ιστορικοί, περίπου τον 13ο αιώνα π.Χ. ο Φαραώ Ραμσής φύτεψε τις πρώτες μηλιές στις όχθες του Νείλου. Αλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι έχουν βρεθεί απολιθώματα μήλων σε διάφορα χωριά της Ελβετίας, τα οποία χρονολογούνται από τη Λίθινη Εποχή. Εμείς βέβαια ξέρουμε ότι τα πρώτα μήλα εμφανίστηκαν με τη δημιουργία του κόσμου στον Κήπο της Εδέμ. Στην αρχαία Ελλάδα, πάντως, οι αναφορές της μυθολογίας μιλούν για τα μήλα στον Κήπο των Εσπερίδων και οι αναφορές σχετικά με την καλλιέργεια των μήλων ξεκινούν τον 7ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική παράδοση, τα μήλα αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι των γαμήλιων τελετών, και μάλιστα όταν κάποιος έριχνε ένα μήλο προς το μέρος μιας γυναίκας, αυτό ισοδυναμούσε με πρόταση γάμου. Εμείς ξέρουμε ότι η προσφορά μήλου, ειδικά εάν πρόκειται γι' αυτό της Εριδος, ισοδυναμεί με τον Τρωικό Πόλεμο.

Φιρίκια, μανιές, λαδόμηλα, φακηλάτα, χαϊβάνια, μαρκέικα, καραουλάνια... Στην Ελλάδα υπήρχαν εκατοντάδες ποικιλίες μήλων -μόνο στο Πήλιο καταγράφηκαν το 1889 τριάντα δύο είδη. Σήμερα στα μανάβικα, στις λαϊκές αγορές και στα σουπερμάρκετ βρίσκεις παραδοσιακά τέσσερις, το πολύ πέντε ποικιλίες. Οι καρποί είναι προκλητικά ομοιόμορφοι, προκλητικά χωρίς άρωμα, σαν να φύτρωσαν στο φωτοτυπικό και όχι στο δένδρο.

Η Εύα είναι ο πρώτος άνθρωπος που συνέδεσε την ύπαρξή του με το μήλο. Αυτός που την... πλήρωσε, βέβαια, ήταν ο Αδάμ. Το γνωστό «μήλο του Αδάμ» μάλλον ήταν το κομμάτι που του κάθισε στον λαιμό. Επίσης εάν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, αντίστοιχα δικαιώματα στο φρούτο, εκτός από την Εύα έχει και ο όφις. Το μήλο ονομάστηκε «ο καρπός του κακού και της γνώσης»...

Αλήθεια βέβαια είναι ότι αν κόψουμε κάθετα ένα μήλο, εμφανίζεται ένα αστέρι πέντε άκρων, σύμβολο της γνώσης. Βασιζόμενοι σ' αυτή την παρατήρηση αλλά και στη σφαιρική του μορφή, σύμβολο πληρότητας, και στη γλυκιά του γεύση, οι πρώτοι ερμηνευτές ονείρων συνέδεσαν το μήλο με τις γήινες απολαύσεις αλλά το έκαναν σύμβολο και της αναγκαιότητας για επιλογή. Ετσι λοιπόν, αν ονειρευτούμε ότι τρώμε ένα κόκκινο μήλο σημαίνει ότι επιλέγουμε την ακόλαστη, υλική ζωή. Αν πάλι το μήλο είναι πράσινο, τότε η ζωή θα είναι γεμάτη από δουλειά, δυσκολίες και πόνο ή, αν είναι παραγινωμένο, γεμάτη από απάτες και αυταπάτες-ψευδαισθήσεις. Αν περιοριζόμαστε στο να το βλέπουμε αλλά δεν το τρώμε, σημαίνει ότι επιλέγουμε την άλλη πλευρά της ευτυχίας, πιο ανθεκτική, βαθιά και πνευματική.

Τα μήλα παίρνουν στη συνέχεια οι Εσπερίδες, στον κήπο τους, μόνο που αυτές τα είχαν χρυσά, και δεν μπορούσαν να τα απολαύσουν, καθώς βρίσκονταν συνέχεια σε επαγρύπνηση μην τυχόν τους τα κλέψουν, με απροσδόκητες συνέπειες. Ενα τέτοιο μήλο, χρυσό από τον Κήπο των Εσπερίδων, κλήθηκε ο Πάρις να χαρίσει στην ομορφότερη θεά και η επιλογή του προκάλεσε τον έρωτα που οδήγησε στον πόλεμο, ο οποίος έγινε ομηρικό έπος.

Εκατοντάδες χρόνια μετά, ο Θεόφιλος δεν είχε μελετήσει μυθολογία για να πάρει το μάθημά του και προσέφερε το σωτήριο έτος 830 στο Βυζάντιο ένα χρυσό μήλο στην Κασσιανή, για να το πάρει πάλι πίσω, με μια κίνηση αντρικής κυριαρχίας και συντηρητισμού για τη θέση των γυναικών.

Μυστήριο καλύπτει ακόμη και σήμερα την επιλογή του μήλου από τον Γουλιέλμο Τέλο για να επιβεβαιώσει το ταλέντο του στην τοξοβολία, ενώ στις τάξεις των φρούτων ενισχύεται η πεποίθηση διάκρισης υπέρ του συγκεκριμένου καρπού. Επίσης, το γεγονός ότι ένα μήλο έπεσε στο κεφάλι του Νεύτωνα θεωρείται υπεύθυνο για τη διατύπωση του νόμου της βαρύτητας και της δημιουργίας των νευτόνειων δυνάμεων.

Ενισχυμένη είναι η παρουσία του μήλου και στους μύθους, τους θρύλους και τα παραμύθια σε όλη την Ευρώπη, ως ένα από τα πιο παλιά και ευρέως αναγνωρισμένα σύμβολα - σύμβολο απαγορευμένης γνώσης αλλά και της αιώνιας νεότητας. Κορυφαίο το μήλο της Χιονάτης, χρόνια αργότερα ως σύμβολο ίασης και νεότητας χρησιμοποιήθηκε από τον Κ.Σ. Λιούις ως κεντρικό στοιχείο για τη δημιουργία του παραμυθένιου κόσμου της Νάρνια, ενώ στα μεταμοντέρνα παραμύθια της Φρουτοπίας πρωταγωνιστεί ο Εμίλιος, το Μήλο του Τριβιζά.

Επιστρέφοντας στις επιστήμες, μπορεί χιλιάδες παιδιά να έμαθαν να διαβάζουν με το «Λόλα, να ένα μήλο», αλλά άλλα τόσα έμαθαν να κάνουν μαθηματικές πράξεις, γιατί η Λόλα -που φαίνεται ότι λάτρευε τα μήλα- πρωταγωνιστούσε στις σελίδες των πρώτων βιβλίων μαθηματικών μαζί με την αδερφή της την Αννα, με την οποία αντάλλασσαν συνεχώς μήλα και μαθηματικές πράξεις. Το μήλο συνδέεται επίσης με την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία, χαρίζοντας το όνομά του στη Νέα Υόρκη = Μεγάλο Μήλο, αλλά και με την πληροφορική, λόγω της Apple. Στον χώρο της μόδας το μήλο μπαίνει δυναμικά διεκδικώντας, σε αντιπαράθεση με το αχλάδι, τον ένα από τους βασικούς τύπους γυναικείου σώματος, ενώ γίνεται το αγαπημένο φρούτο της Ντόνα Κάραν, η οποία κάνει το πράσινο αλλά και το κόκκινο μήλο κολόνια. Για τις αναφορές του μήλου στη μουσική και τα τραγούδια δεν έχουμε χώρο να γράψουμε και ξεκλέβουμε μερικές σειρές μόνο για χάρη του δίσκου «White Album» των Beatles, όπου γύρω από την τρύπα του δίσκου, στο κέντρο, υπήρχε στη θέση του συνηθισμένου κύκλου η τομή ενός μήλου.

Μεταφορά για την ψυχή του μήλου παραμένει η παροιμία «Το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει», κάνοντας όλους μας να λυπόμαστε τα αχλάδια και τα πορτοκάλια, που δεν έχουν κερδίσει αντίστοιχη θέση στην καρδιά μας.



Παντζαροσαλάτα με μήλα και γιαούρτι
(από την ιστοσελίδα www.sintagesmamas.com)

Υλικά

**1 κιλό παντζάρια

**2 ξινόμηλα

***200 γρ. στραγγιστό γιαούρτι

**50 γρ. μαγιονέζα

**2 σκελίδες σκόρδο

***2 κουταλιές σούπας ξίδι (1 για το βράσιμο και 1 για το ράντισμα)

***4 μεγάλα καθαρισμένα καρύδια

***λίγο ψιλοκομμένο βασιλικό

***ένα κοφτό κουταλάκι του γλυκού ζάχαρη

Εκτέλεση

Βράζουμε τους βολβούς από τα παντζάρια μέσα σε νερό, ξίδι και τη ζάχαρη.

Μόλις βράσουν τα παντζάρια, τα ξεφλουδίζουμε, τα αλατίζουμε, τα ραντίζουμε με λίγο ξίδι και τα αφήνουμε να στραγγίσουν σε ένα σουρωτήρι. Στη συνέχεια τα κόβουμε σε μικρά κομμάτια. Καθαρίζουμε τα μήλα και τα τρίβουμε στον τρίφτη. Σε ένα μπολ αναμειγνύουμε τα μήλα με τα παντζάρια, ρίχνουμε μέσα το γιαούρτι, τη μαγιονέζα, το σκόρδο, το ξίδι και τα ανακατεύουμε όλα μαζί απαλά. Βάζουμε τη σαλάτα 1-2 ώρες στο ψυγείο να κρυώσει. Προτού σερβίρουμε την παντζαροσαλάτα, την πασπαλίζουμε με ψιλοκομμένο φρέσκο βασιλικό και τη στολίζουμε με τα καρύδια.


Μπισκότα με μήλο
(από την ιστοσελίδα www.gourmed.gr)

**4 ½ φλιτζάνια αλεύρι

**250 γρ. φρέσκο βούτυρο λιωμένο

**2 κουταλιές της σούπας γιαούρτι

**½ φλιτζάνι ζάχαρη άχνη

**3 κουταλάκια του γλυκού μπέικιν πάουντερ

**1 βανίλια

Για τη γέμιση

**3 μήλα

**1 κουταλάκι του γλυκού κανέλα

**3 κουταλιές της σούπας ζάχαρη

**1 φλιτζάνι χοντροκομμένα καρύδια

**½ φλιτζάνι σταφίδες

Εκτέλεση:

Ανακατεύουμε τα στεγνά υλικά με το γιαούρτι. Στη συνέχεια, προσθέτουμε το βούτυρο, που πρέπει να είναι σε θερμοκρασία δωματίου, και ζυμώνουμε καλά. Σκεπάζουμε τη ζύμη με μία υγρή πετσέτα και την αφήνουμε να περιμένει.

Στο μεταξύ ετοιμάζουμε τη γέμιση. Καθαρίζουμε τα μήλα και τα τρίβουμε στο χοντρό μέρος του τρίφτη. Τα ανακατεύουμε με τα υπόλοιπα υλικά και τα ψήνουμε για λίγο σε χαμηλή φωτιά. Ανοίγουμε τη ζύμη σε χοντρό φύλλο και κόβουμε τρίγωνα κομμάτια. Βάζουμε στο πλατύ μέρος του τριγώνου λίγη από τη γέμιση και το τυλίγουμε. Τοποθετούμε τα μπισκότα σε βουτυρωμένο ταψί και τα ψήνουμε στους 180°C μέχρι να ροδίσουν. Οταν είναι έτοιμα τα πασπαλίζουμε με ζάχαρη άχνη.

18.11.09

Τoυλούμπες «ΖΑΝΔΕ»

Οι περισσότεροι μιλούν για τη μυστική συνταγή της γιαγιάς. Στην περίπτωση, όμως, της τουλούμπας «Ζανδέ» από το Βελβεντό Κοζάνης, τη μυστική συνταγή την κατείχε η μαμά και τη συνεχίζουν κόρη αλλά και… γαμπροί. Πρόκειται για μια συνταγή με ιστορία τριάντα πέντε χρόνων, η οποία απ’ ότι φαίνεται θα έχει μεγάλη συνέχεια.



Οι γονείς της Βάγιας Ζανδέ διατηρούσαν καφενείο στο Βελβεντό, το οποίο, μάλιστα, στέγαζε και το πρακτορείο των ΚΤΕΛ εκείνη την εποχή. Η μητέρα της, Κατερίνα Ζανδέ, έπρεπε ως γυναίκα και καλή νοικοκυρά να φτιάχνει κάποιο γλυκό, ώστε να προσφέρει στους πελάτες, μιας και οι συνήθειες της εποχής απαιτούσαν καφέ με τη συνοδεία του απαραίτητου γλυκίσματος. Θέλοντας, λοιπόν, να πρωτοτυπήσει, πήρε μια συνταγή για τουλούμπες από κάποιον παππού, γνώστης της τέχνης και ξεκίνησε να φτιάξει το γλυκό. Λόγω, όμως, του ότι «δεν της έβγαινε», δοκίμαζε επί δύο ολόκληρα χρόνια παραλλαγές της συνταγής, μια αυξάνοντας και μια μειώνοντας τις δόσεις των υλικών, μέχρι να βρει αυτό το κάτι που έλειπε. Μέσα σε αυτό το διάστημα δεν ήταν λίγες οι φορές που είπε πως θα τα παρατήσει, αλλά τελικά αποζημιώθηκε, καθώς το γλυκό δεν έτυχε, αλλά πέτυχε!



«Είναι αλήθεια πως η τουλούμπα είναι μπελαλίδικο γλυκό, γι’ αυτό και δεν το βρίσκει ο καταναλωτής εύκολα στα ζαχαροπλαστεία, καθώς απαιτεί πολύ χρόνο και πολλά άτομα για να παρασκευαστεί. Αυτό, βέβαια, συμβαίνει μόνο με τις χειροποίητες τουλούμπες, γιατί αλλιώς υπάρχουν μηχανήματα, τα οποία τις φτιάχνουν γρηγορότερα, όχι όμως με τα ίδια αποτελέσματα» μας λέει χαμογελώντας η κόρη της Κατερίνας, Βάγια Ζανδέ. Οι τουλούμπες «Ζανδέ» είναι χειροποίητες και γίνονται από τα ίδια υλικά, όπως τον παλιό καλό καιρό, ακολουθώντας πιστά την συνταγή. Τότε, σε εκείνο το παλιό παραδοσιακό καφενείο του Βελβεντού, όσοι δοκίμαζαν τις τουλούμπες για πρώτη φορά, ενθουσιάζονταν και έτσι το γλυκό της κυρίας Κατερίνας δεν άργησε να γίνει η «σπεσιαλιτέ» του μαγαζιού. Μάλιστα, γρήγορα η φήμη τους έφτασε και στην Κοζάνη, καθώς οι οδηγοί του ΚΤΕΛ αγόραζαν για τους ίδιους, φίλους και γνωστούς και έτσι από στόμα σε στόμα οι τουλούμπες «Ζανδέ» γίνονταν ανάρπαστες. Γι’ αυτό και το πρώτο κατάστημα που άνοιξε η οικογένεια στην Κοζάνη ήταν στο πρακτορείο των ΚΤΕΛ το 2001, ενώ λίγο αργότερα το κατάστημα μεταφέρθηκε στο κέντρο της πόλης. Το εργαστήριο παρασκευής του γλυκού στο Βελβεντό, όμως, παραμένει το κάστρο της… τουλούμπας.



Εκεί καθημερινά από τις έξι το πρωί ξεκινά η διαδικασία παραγωγής της τουλούμπας με τα κιλά! Η ομάδα εργάζεται πυρετωδώς τριακόσιες εξήντα ημέρες τον χρόνο. Οι πέντε μέρες αργίας μοιράζονται σε δυο τα Χριστούγεννα, δυο την Πρωτοχρονιά και μια το Πάσχα. «Τις υπόλοιπες ημέρες είμαστε εδώ και έχουμε συνεχή παραγωγή, ιδιαίτερα Κυριακές και αργίες, αφού αυξάνεται κατά πολύ η ζήτηση και έτσι δεν μας επιτρέπεται να χαλαρώσουμε» εξηγεί το πρόγραμμα η Βάγια. Η δύσκολη και «γλυκιά» αυτή εργασία για να παραχθεί η τουλούμπα απαιτεί δυναμική καθημερινή παρουσία και ομαδικότητα. Πρωί-πρωί η πρώτη δουλειά που κάνουν τα μέλη της ομάδας είναι να ετοιμάσουν τα ζυμάρια με το χέρι (εννοείται!). Στη συνέχει η ζύμη μπαίνει στο μηχάνημα κοπής στο σχήμα της τουλούμπας, ψήνεται και αποκτά χρώμα στο καυτό λάδι και τέλος σιροπιάζεται. Η διαδικασία αυτή απαιτεί περίπου ένα δίωρο. «Τα πάντα θέλουν το κατιτίς τους που λέμε, συγκεκριμένη ζύμη, συγκεκριμένο ψήσιμο και συγκεκριμένη ποσότητα σιροπιού» μας λέει ο Ανδρόνικος Κλίγγος, ο οποίος είναι ο «μάστορας» της τουλούμπας, αφού μαθήτευσε με επιτυχία από το 1998 στην πεθερά του, την κυρία Κατερίνα και «για δύο χρόνια το μόνο που έκανα ήταν να βλέπω, να μαθαίνω και να πλένω», όπως μας εκμυστηρεύτηκε. Τονίζει πως η ζύμη είναι καθοριστικής σημασία για την επιτυχία του γλυκού.



Στο εργαστήριο υπάρχει, ακόμη, το αυτοσχέδιο εργαλείο που χρησιμοποιούσε η κυρία Κατερίνα στην αρχή για να παρασκευάσει τις τουλούμπες. Πρόκειται για ένα είδος χωνιού, στο οποίο η κ. Κατερίνα έβαζε τη ζύμη και με ένα ξύλο σε κυλινδρικό σχήμα την πίεζε στη συνέχεια για να βγει από το κάτω μέρος του χωνιού στο γνωστό σχήμα της τουλούμπας. Με αυτό το εργαλείο, το οποίο είχε στην αγκαλιά της και το πίεζε με τον θώρακα της για να βγει η ζύμη, παρήγαγε τότε περίπου τέσσερα με πέντε ταψιά την ημέρα. Ξυπνούσε στις πέντε το πρωί για να τελειώσει την παραγωγή στις εννιά και να μεταφέρει φρέσκες και αχνιστές τις τουλούμπες στο καφενείο.



Επειδή όμως οι παλιές συνήθειες δεν κόβονται, η κ. Κατερίνα και σήμερα περνά καθημερινά από το εργαστήριο των παιδιών της, λέει την καλημέρα της και δοκιμάζει μια λαχταριστή τουλούμπα, χωρίς συντηρητικά. Τη μέρα που επισκεφθήκαμε το… εργοστάσιο της τουλούμπας η κ. Κατερίνα ήταν εκεί, αλλά απέφευγε τον φωτογραφικό μας φακό, όπως ο διάβολος το λιβάνι. Μας είπε, πάντως, πως τα παιδιά της κάνουν τις τουλούμπες «Ζανδέ» πολύ καλύτερες από ότι τις έκανε η ίδια. Το εργαστήριο εκτός από τουλούμπες παράγει επίσης κουρκουμπίνια και λουκουμάδες και μόνο για τη Χριστουγεννιάτικη περίοδο μελομακάρονα και κουραμπιέδες.









14.11.09

Julie & Julia



H Τζούλια Τσάϊλντς ήταν η θρυλική μαγείρισσα που έγραψε για την τέχνη της Γαλλικής κουζίνας και η Τζούλι Πάουελ είναι μια blogger που μαγείρεψε όλες τις συνταγές του βιβλίου κι έγραψε τις περιπέτειές της στο blog της...

10.11.09

Ροδοζάχαρη με το κουτάλι


Μη μου πείτε ότι η εικόνα ενός μικρού δαντελωτού γυάλινου πιάτου δεν σας γυρίζει πίσω, εκεί στα κεράσματα υποδοχής της γιαγιάς στο χωριό. Δεν υπήρχε νοικοκυριό στην ελληνική επαρχία που να μην είχε στο ντουλάπι βαζάκια με γλυκά του κουταλιού. Ήταν ιεροτελεστία η παρασκευή τους και παραμένει απόλαυση η κατανάλωσή τους, συνοδεία ελληνικού καφέ για καλωσόρισμα και γιαουρτιού για επιδόρπιο.

8.11.09

Σούπες, αβγά και κέικ


Μπορεί ένα φαγητό να έχει, εκτός από καλή γεύση, και κάποια λογοτεχνική νοστιμιά; Να τέρπει όχι μόνο τον ουρανίσκο αλλά και τον νου; Να ετοιμάζεις αρνί με σάλτσα άνηθου και να αισθάνεσαι σαν άλλος Ρέιμοντ Τσάντλερ; Αρκεί να έχεις διαβάσει λίγο νωρίτερα το εξής: «Αυτό που χρειάζεται, σκεφτόμουνα, είναι ένα τραπέζι στου Μαξίμ, καμιά εκατοστή δολάρια και μια ξανθιά γυναικάρα. Αυτό που έχω είναι ένα αρνίσιο μπούτι και κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Πιάνω το κρέας. Το νιώθω κρύο και υγρό στο χέρι μου, σαν τη χειραψία του ιατροδικαστή. Βγάζω το μαχαίρι, κόβω το αρνί κομμάτια. Δοκιμάζω την κόψη στην παλάμη μου, κόβω το κρεμμύδι και, προτού συνειδητοποιήσω τι κάνω, βλέπω το καρότο κομμάτια στο μάρμαρο. Ακίνητα και τα δύο. (...) Ηρθε η ώρα τους, τους ρίχνω το κοτόζουμο και δυναμώνω τη φωτιά. Θέλω να σιγοβράσουν, όσο μπορεί να σιγοβράσει κάτι...». Εγραψε ο Τσάντλερ τέτοια συνταγή; Οχι ακριβώς. Την «απάτη» συνέλαβε ο βρετανός φωτογράφος και καλλιτέχνης Μαρκ Κρικ, ο οποίος έγραψε ένα βιβλίο/παστίς λογοτεχνικών παρωδιών, όπου μας παρουσιάζουν την τέχνη τους στο τραπέζι 17+1 μεγάλοι συγγραφείς. Το τέλος είναι ενίοτε απρόβλεπτο, όπως στην περίπτωση του Τσάντλερ: «Ηρθε η ώρα να περιχύσω το κρέας με τη σάλτσα και να σερβίρω αλλά δεν πεινάω. Η ξανθιά δεν φάνηκε. Αποδείχτηκε πιο έξυπνη απ΄ όσο τη νόμιζα. Οπότε βγαίνω κι εγώ, πάω να δηλητηριαστώ με τσιγάρα και ουίσκι».

Το στοίχημα για τον βρετανό πρωτάρη στα γράμματα ήταν να πετύχει όχι μόνο τις αναλογίες στα υλικά αλλά και το λογοτεχνικό ύφος του κάθε συγγραφέα. Διόλου δύσκολο, αφού στη διάρκεια των παιδικών του χρόνων είχε περάσει ατελείωτες ημέρες στο σπίτι διαβάζοντας τους μεγάλους κλασικούς κάθε φορά που έλειπε από το σχολείο γιατί υπέφερε από άσθμα. Οταν με την ενηλικίωση ξεπέρασε το άσθμα, βρέθηκε στο Παρίσι, όπου βυθίστηκε στο σύμπαν μεγάλων γάλλων συγγραφέων, σαν τους Φουρνιέ, Καμύ, Κολέτ και Κοκτώ. Μετά σπούδασε λογοτεχνία στα πανεπιστήμια του Γουόρικ και του Λονδίνου, έγινε ξυλουργός, δάσκαλος, νοσοκόμος, γραφιάς, δεν ξέχασε το πάθος του όμως για τη λογοτεχνία. Ηταν το 2005 όταν του ήρθε η έμπνευση για τηΣούπα του Κάφκα,μια ιστορία της λογοτεχνίας μέσα από 17 συνταγές, γραμμένη και εικονογραφημένη από τον ίδιο.

Το πείραμα τώρα έπρεπε να επαναληφθεί σε κάθε γλώσσα όπου θα μεταφραζόταν το βιβλίο. Στην Ελλάδα πήρε τη σκυτάλη η Αθηνά Δημητριάδου, η οποία έχει λάβει βραβείο το 2007 για τη μετάφραση του Βίος και Πολιτεία του Μάικλ Κ. του Τζ. Μ. Κούτσι και έχει ακόμη μεταφράσει Απντάικ, Μόρισον, Μέλβιλ, Τουέιν, Μπέκετ, Τσόμσκι, Ντανιελέφσκι, Μιλ, Φλάναγκαν και άλλους πολλούς. Μοιάζει να ήταν παιχνίδι για εκείνη να αποδώσει στα ελληνικά τις λογοτεχνικές παρωδίες του Μπρικ και προσέθεσε μια δική της: Γλυκό του κουταλιού βύσσινο α λα Κ. Π. Καβάφη. Το στοίχημα κερδήθηκε για δεύτερη φορά και το αποτέλεσμα προέκυψε και στα ελληνικά απολαυστικό.

Για την εύκολη σούπα μίσο α λα Φραντς Κάφκα, λ.χ., πρώτα μπαίνουμε στην ατμόσφαιρα του Κάφκα: «Ο Κ. παραδέχτηκε ότι, αν δεν είναι κανείς διαρκώς σε επιφυλακή, τέτοια πράγματα συμβαίνουν. Ρίχνοντας μια ματιά στο ψυγείο διαπίστωσε ότι ήταν σχεδόν άδειο, με εξαίρεση κάτι λίγα μανιτάρια, τα οποία έσπευσε να τεμαχίσει. Οι καλεσμένοι του περίμεναν ήδη καθισμένοι στο τραπέζι, κατά τα φαινόμενα όμως ελάχιστα είχε να τους προσφέρει. Δεν ήταν σαφές εάν τους είχε προσκαλέσει ο ίδιος ή εάν είχαν έρθει απρόσκλητοι. (...) Ο Κ. δεν πίστευε στα μάτια του· προς μεγάλη του αμηχανία διαπίστωσε ότι πράγματι ήταν μόνο με το πουκάμισο και το εσώβρακο. Οταν η σούπα άρχισε να σιγοβράζει, ο Κ. έκοψε το τόφου σε κύβους του εκατοστού και τους έριξε στο τηγάνι που άχνιζε μαζί με τα μανιτάρια και το γουάκαμε. Σε μια στιγμή έριξε μια ματιά από το παράθυρο και είδε ένα κορίτσι να τον παρακολουθεί από το γειτονικό σπίτι. Η σοβαρή της έκφραση δεν του ήταν ασυμπαθής...». Για κάτι καθόλου μνημειώδες, Κέικ σοκολάτα α λα Ιρβιν Γουέλς: «Κατεβάζω το κατσαρόλι απ΄ τη φωτιά, σπάω δυο αυγά σ΄ ένα μπολ. Τα μάτια μου καρφώνονται στα τσόφλια ίσαμε να διαβάσω την ημερομηνία εκεί που σπάσανε: οι κερατάδες, θένε να τα πετάξω και να πάρω άλλα. (...) Το κατσαρόλι είναι τίγκα στο καφετί πράμα, βουτάω δύο φόρμες, τις λαδώνω και το ρίχνω μέσα. Δε βαστάω να περιμένω, μου΄ ρχεται να το φάω έτσι, αλλά μου λείπει το τριπάκι με σοκολάτα. Χώνω τις φόρμες στο φούρνο, στο διακόσια. Ολα σ΄ αυτή τη θερμοκρασία τα κάνω· δεν τα γουστάρω αυτά τα τσογλάνια, τους γιάπηδες, μ΄ αυτή τη μαλακία τον αέρα και τις θερμοκρασίες. ΄Η μαγειρεύεις ή δε μαγειρεύεις, τελεία και παύλα».

Και η συνεισφορά της Αθηνάς Δημητριάδου στο βιβλίο, Γλυκό του κουταλιού βύσσινο α λα Κ. Π. Καβάφη:

«... Απόγευμα, η ώρα τέσσερες, / ο ήλιος του απογεύματος έφθανεν ως το τραπέζι·/ μια ελαφρά ευωδία ανθέων έρχονταν από τον κήπο/ κι ενώνονταν με τα μυρωδικά απ΄ την κουζίνα./ (...) Σ΄ ένα βιβλίο του παληό- περίπου εκατό ετών/ ανάμεσα στα φύλλα λησμονημένη / ηύρα τη συνταγή γραμμένη από χέρι γυναικείο./ “Καθαρίζομεν το βύσσινον από μίσχους και κουκούτσια/ προσέχοντες να μη χαθεί ο χυμός./ Βάζομεν εις την κατσαρόλα τον καρπόν, την ζάχαριν / και τον χυμό και ελάχιστο νερό σε δυνατή φωτιά,/ διότι η σιγανή χαλά την διαύγεια και το χρώμα του καρπού το πορφυρό. Ενόσω βράζει, ανακατεύουμε με ξύλινη κουτάλα/ διά να μην κολλήσει και αφαιρούμε τον πρώτο αφρό. Οταν δέσει, προσθέτομε και το ανάλογο ξινό,/ διά να αποφύγομε το κάνδιωμα, και αποσύρομε”».

Κατά παρόμοιο δραματικό τρόποεκτυλίσσονται οι ιστορίες Αυγά με εστραγκόν α λα Τζέιν Οστιν, Κέικ σοκολάτα α λα Ιρβιν Γουέλς, Τιραμισού α λα Μαρσέλ Προυστ, Κόκορας κρασάτος α λα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Ρυζότο με μανιτάρια α λα Τζον Στάιμπεργκ, Κοτοπουλάκια γεμιστά α λα Μαρκήσιο ντε Σαντ, Κλαφούτι της γιαγιάς α λα Βιρτζίνια Γουλφ, Κοτόπουλο βιετναμέζε α λα Γκρέιαμ Γκριν, Γλώσσα α λα ντιεπουάζ α λα Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Τοστ με τυρί α λα Χάρολντ Πίντερ, Τάρτα με κρεμμύδια α λα Τζέφρι Τσόσερ, Ρέσι α λα Τόμας Μαν, Μύδια με λευκό κρασί α λα Ιταλο Καλβίνο και Πουτίγκα Χριστουγέννων α λα Τσαρλς Ντίκενς. Οι συνταγές, κατά τον συγγραφέα, είναι πραγματοποιήσιμες. Το βιβλίο απέσπασε τόσο ευνοϊκές κριτικές ώστε ήταν θέμα χρόνου να ακολουθήσει ένα δεύτερο βιβλίοΟ νεροχύτης του Σαρτρ.Κάν΄ το μόνος σου κατά τους μεγάλους συγγραφείς (Sartre΄s Sink: Τhe Great Writers΄ Complete Βook of DΙΥ, το οποίο ανακηρύχθηκε από τους Sunday Τimes «Χιουμοριστικό βιβλίο της χρονιάς 2008»).

Κουνέλι στιφάδο α λα Ομηρο

«Σαν φάνηκε η ροδοδάχτυλη Αυγή, από τον ύπνο του πετάχτηκε ο συνετός Οδυσσέας/ κάτω από τα λαμπερά του πόδια έδεσε όμορφα πέδιλα,/ από τον ώμο πέρασε το τόξο και πήρε τον δρόμο κατά τους αμμόλοφους.

Σε λίγο είδε γοργοπόδαρο κουνέλι να βόσκει παραπέρα,/ και τότε ο θεϊκός Οδυσσέας,με το τόξο στο χέρι/ και τη φαρέτρα γεμάτη,τέντωσε τη χορδή κι άφησε μια σαΐτα να πετάξει/ (...)

Σαν ο Μενέλαος είδε πως χολιασμένος πια δεν ήτανε ο θεϊκός Αχιλλέας,/ επήρε θάρρος και πλησίασε με μυρωδικά και καρυκεύματα/ και τα ΄ριξε κι αυτά στη χύτρα.

Τότε ο πολυμήχανος Οδυσσέας γλυκό κρασί ανακάτεψε στο αμφορίδιο,/ περίχυσε το κρέας και τράβηξε τη χύτρα απ΄ τη φωτιά,να μείνει μισή ώρα.

Ο γενναίος Ατρείδης, ο Αγαμέμνονας με τη μεγάλη εξουσία, / ψιλόκοψε τα κρόμμυδα χύνοντας μαύρο δάκρυ...».

Πηγή: Το Βήμα

5.11.09

Λουκούμια


Με άρωμα τριαντάφυλλου, γαρύφαλλου, κανέλας και γεύση γλυκιά που χαρίζει απόλαυση στον ουρανίσκο έφτασε από τα σαράγια και τα χαρέμια των oθωμανών σουλτάνων μέχρι τις μέρες μας το λουκούμι, το μικρό αυτό γλύκισμα που ακόμη και σήμερα στα παραδοσιακά καφενεία της Ελλάδας συνοδεύει τον ψημένο στη χόβολη καφέ και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του κεράσματος στα ορθόδοξα μοναστήρια.

Ο θρύλος λέει ότι …

Η ιστορία του τούρκικου λουκουμιού, αυτού που οι αγγλοσάξωνες ονομάζουν «Turkish Delight», ανάγεται στα τέλη του 18ου αιώνα. Κατά μία εκδοχή ο καταγόμενος από το Καστάμονου ζαχαροπλάστης Χατζή Μπεκίρ επινόησε το λουκούμι όταν άκουσε το σουλτάνο να φωνάζει οργισμένος επειδή έσπασε το δόντι του από τη σκληρή καραμέλα που έτρωγε και να απαιτεί ένα μαλακό γλυκό. Έσπευσε στο μικρό ζαχαροπλαστείο, που είχε ανοίξει στο Μπαχτσέκαπι της Κωνσταντινούπολης , έριξε μέσα στο καζάνι νερό , ζάχαρη, αλεύρι , κιτρικό οξύ και ροδόνερο και άρχισε να το ανακατεύει για ώρες ολόκληρες μέχρι που έγινε ένα διάφανο κολλώδες μείγμα το οποίο έχυσε πάνω σε μια επίπεδη επιφάνεια αλειμμένη με αμυγδαλέλαιο και το άφησε να κρυώσει. Ύστερα το έκοψε σε μικρά κομματάκια ίσα με μια μπουκιά το καθένα και τα πασπάλισε με ζάχαρη. Δοκίμασε το γλυκό , ήταν μαλακό και ευκολομάσητο. Είχε «γεννηθεί» το περίφημο ραχάτ λουκούμ που χάρισε το αξίωμα του αρχιζαχαροπλάστη του Παλατιού στον Χατζή Μπεκίρ.

Κατά μια άλλη εκδοχή ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ ο Α΄ μη αντέχοντας την γκρίνια των γυναικών του και των εκατοντάδων παλλακίδων που είχε στο χαρέμι του κάλεσε στο σαράι του Τοπ Καπί τους καλύτερους ζαχαροπλάστες και τους ζήτησε να φτιάξουν ένα γλυκό που θα γλύκαινε τις γυναίκες ώστε να σταματήσουν τις φωνές και τα παράπονα. Το λουκούμι ήταν το γλυκό που επέλεξε.


Ο Χατζή Μπεκίρ

Ο Χατζή Μπεκίρ ξεκίνησε το 1777 από το Καστάμονου για να φτάσει στην Πόλη για να ανοίξει εκεί, στο Μπαχτσέκαπι, ένα μικρό εργαστήριο ζαχαρωτών και λουκουμιών και να εξελιχθεί σε αρχιζαχαροπλάστη του Παλατιού. Την τέχνη του συνέχισε ο γιος του Μεχμέτ Μουχιντίν εφέντη και ο εγγονός του Αλί Μουχιντίν Χατζή Μπεκίρ. Μετά το θάνατο του Αλί Μουχιντίν Χατζή Μπεκίρ (απόγονου του πρώτου Χατζή Μπεκίρ) το 1974 , κληρονόμησαν την επιχείρηση οι θυγατέρες του και τη διεύθυνσή της ανέλαβε ο γαμπρός του Ντογάν Σαχίν. Ο Σαχίν αναστήλωσε το μαγαζί του Χατζή Μπεκίρ στο Μπαχτζέκαπι και σήμερα είναι ακριβώς έτσι όπως ήταν όταν πρωτοάνοιξε.
Αναφερόμενος στα μυστικά της τέχνης του λουκουμιού ο Ντογάν Σαχίν λέει ότι η συνταγή δεν είναι κάτι σαν κρατικό μυστικό αλλά είναι θέμα επαγγελματικού ήθους, επαγγελματικής λεπτότητας , επιλογής των πρώτων υλών και ψησίματος. «Η αρχή μας είναι να τηρούμε την παράδοση και το επαγγελματικό ήθος» υποστηρίζει.

Ο Χατζή Μπεκίρ, σύμφωνα με τον Σαχίν, χρησιμοποίησε αρχικά ακατέργαστη ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο ή μείγμα μελιού με πετιμέζι. Το 1811 όταν ένας Γερμανός δημιούργησε το νισεστέ (άμυλο) ο Χατζή Μπεκίρ το χρησιμοποίησε για να αντικαταστήσει το αλεύρι που έβαζε στα λουκούμια κι έτσι τους έδωσε μια σατινένια υφή.

Την εποχή που πρωτοδημιουργήθηκαν τα λουκούμια το όνομά τους ήταν «Ραχάτουλ Χουλκούμ» που σήμαινε αυτό που ανακουφίζει το λάρυγγα. Το λουκούμι προέκυψε από την παραφθορά αυτής της ονομασίας. Στις αρχές του 18ου αιώνα ένας 'Αγγλος τουρίστας αγόρασε από την Κωνσταντινούπολη λουκούμια του Χατζή Μπεκίρ και τα μετέφερε στην Ευρώπη. Επειδή δεν ήταν εύκολο να προφέρει την ονομασία «Ραχάτουλ Χουλκούμ» τα μετονόμασε σε «Turkish Delight».

Με το πέρασμα του χρόνου η τεχνολογία μπήκε και στην επιχείρηση λουκουμιών Χατζή Μπεκίρ. Τους εργάτες που ανακάτευαν επί ώρες ολόκληρες με τις κουτάλες τα καζάνια όπου έβραζε το μείγμα των λουκουμιών αντικατέστησαν οι μηχανές και ενώ η φωτιά που από τα ξύλα που άναβαν κάτω από τα καζάνια αντικαταστάθηκε με φωτιά από προπάνιο.

Ο Χατζή Μπεκίρ έγινε σύμβολο μιας εποχής. Ο Μαλτέζος ζωγράφος Πρετσιόζι απεικόνισε τον Χατζή Μπεκίρ στο έργο του «Ζαχαροπλάστης» το οποίο σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου. Τα λουκούμια του Χατζή Μπεκίρ μπήκαν στα τραγούδια και στις σελίδες της λογοτεχνίας. «Και του Χατζή Μπεκίρ λουκούμ ο αναστεναγμός του» τραγουδούσαν οι παλαιότεροι. Η Μαρία Ιορδανίδου δεν παρέλειψε να βάλει στις σελίδες της «Λωξάνδρας» τα λουκούμια του Χατζή Μπεκίρ, ενώ η κόρη του εμίρη της Μέκκας πριγκίπισσα Μιχμπάχ Χαϊντάρ στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου της «Αραμπέσκ» με τίτλο «Ο δημιουργός του τούρκικου λουκουμιού» αναφέρεται στον Χατζή Μπεκίρ και το μαγαζί του.

Σύντομα το λουκούμι ξεπέρασε τα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έγινε το αγαπημένο γλύκισμα του Μεγάλου Ναπολέοντα και πολύ αργότερα του 'Αγγλου πρωθυπουργού Ουίνστον Τσόρτσιλ ενώ λέγεται πως ο Ισπανός ζωγράφος Πάμπλο Πικάσο δεν περνούσε μέρα χωρίς να φάει ένα λουκούμι. Από τη γοητεία του λουκουμιού δεν ξέφυγε ούτε η περίφημη κινηματογραφική «Τζίλντα» και σύζυγος του Αγά Χαν, η Ρίτα Χέιγουορθ. Ένας Τούρκος δημοσιογράφος επέμενε να κάνει μία συνέντευξη μαζί της αλλά αντιμετώπιζε τη μόνιμη άρνησή της. Τελικά κατάφερε να πάρει τη συνέντευξη. Πώς; Προσφέροντας στην Χέιγουορθ ένα κουτί λουκούμια.

Πρόσφατα μια παιδική ταινία, «Τα χρονικά της Νάρνια», εκτίναξε στα ύψη τις πωλήσεις λουκουμιού στη Μεγάλη Βρετανία καθώς όλοι έσπευδαν να δοκιμάσουν αυτό το γλυκό με το οποίο η Λευκή Μάγισσα της ταινίας δελέασε τα τέσσερα παιδιά που την πολεμούσαν.


Η τέχνη του λουκουμιού στην Ελλάδα

Στη χώρα μας η τέχνη του λουκουμιού έφτασε από την Πόλη στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Με το πέρασμα των χρόνων οι Έλληνες λουκουμοποιοί έβαλαν καινούργια στοιχεία στην κλασική συνταγή και τα λουκούμια έγιναν μέρος και της ελληνικής παράδοσης. Σήμερα τα λουκούμια παράγονται σε πάρα πολλά μέρη της Ελλάδας αλλά εκείνα που φημίζονται είναι της Σύρου, το σουτσούκ λουκούμ της Κομοτηνής και μια παραλλαγή τους οι ακανέδες των Σερρών.

Τα λουκούμια της Σύρου Την τέχνη του λουκουμιού την έφεραν στη Σύρο από την Κωνσταντινούπολη Χιώτες τεχνίτες οι οποίοι πρόσθεσαν στις πρώτες ύλες τη χιώτικη μαστίχα. Η πρώτη καζανιά στη Σύρο μπήκε το 1832 ενώ η πρώτη επίσημη σφραγίδα λουκουμοποιού ήταν του Σταματελάκη και εμφανίστηκε το 1837.

Λέγεται πως εκείνο που κάνει τα συριανά λουκούμια μοναδικά είναι το υφάλμυρο νερό της Σύρου. Οι βιοτεχνίες λουκουμιών, που ήταν κυρίως οικογενειακές επιχειρήσεις, όπως ο Συριανός ο λουκουμοποιός Αντώνης Λειβαδάρας (ο νεότερος) αναπτύχθηκαν στη Σύρο από τη μικρασιατική καταστροφή μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ΄60.

Ο παππούς και συνονόματος του Αντώνη Λειβαδάρα ξεκίνησε να φτιάχνει λουκούμια το 1923 και το 1933 βραβεύτηκε στην Έκθεση Θεσσαλονίκης ενώ το 1936 πήρε βραβείο και στην Παγκυκλαδική Έκθεση Παραδοσιακών Προϊόντων. Στη συνέχεια την τέχνη του τη συνέχισαν τα παιδιά του Ανδρέας και Ευάγγελος και σήμερα τα εγγόνια του Αντώνης και Βασίλης.

«Παλιά τα λουκούμια τα φτιάχνανε σε καζάνια πάνω στο τζάκι και ανακάτευαν τα υλικά με ξύλινες κουτάλες. Αργότερα το τζάκι το αντικατάστησε το πετρέλαιο και σήμερα χρησιμοποιούμε προπάνιο» λέει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αντώνης Λειβαδάρας που μεγάλωσε ανάμεσα στα λουκούμια καθώς δούλευε τα καλοκαίρια στο εργαστήριο του παππού και του πατέρα του. «Από τότε», συνεχίζει, «η γεύση του λουκουμιού που φτιάχνουμε δεν άλλαξε. Βέβαια παλιά υπήρχαν μόνο γεύσεις τριαντάφυλλο και μαστίχα. Στη συνέχεια φτιάξαμε λουκούμια και με άλλες γεύσεις όπως φιστίκι, σοκολάτα, καρύδια με μέλι, ινδική καρύδα, σουσάμι κλπ. Εκείνο που κάνει τα συριανά λουκούμια διαφορετικά από τα άλλα δεν είναι μόνο το νερό της Σύρου αλλά και το γεγονός ότι εμείς χρησιμοποιούμε μαζί με το νερό και το άμυλο ζάχαρη και όχι γλυκόζη. Φυσικά είναι και η τέχνη, πρέπει να είσαι συνέχεια από πάνω και να προσέχεις. Αλλιώς είναι να τα ψήνεις όταν φυσάει βοριάς και αλλιώς όταν φυσάει νοτιάς». Τέλος ο Αντώνης Λειβαδάρας αποκαλύπτει πως ένα άλλο μυστικό είναι ότι εξακολουθεί να τηρεί τη δοσολογία που έχει από τη συνταγή του παππού του και να μετράει τα υλικά σε οκάδες.

Το σουτζούκ λουκούμ της Κομοτηνής Τα περίφημα σουτζούκ λουκούμ της Κομοτηνής παρασκευάζει σήμερα στο εργαστήριό του ο 29χρονος Χασάν Χασάν. Ο πατέρας του, Μεχμέτ Χασάν, ξεκίνησε το 1958 (σε ηλικία 15 ετών) να μαθαίνει τη τέχνη του ζαχαροπλάστη- λουκομοποιού. «Εκείνη την εποχή» λέει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο συνταξιούχος σήμερα Μεχμέτ Χασάν, «δεν υπήρχε μεγάλη ζήτηση για λουκούμια. Έμαθα την τέχνη εργαζόμενος σε ζαχαροπλαστεία της Κομοτηνής, ανάμεσα στα οποία και εκείνο του Φεχμί. Αργότερα το 1970 άνοιξα δικό μου ζαχαροπλαστείο, αλλά επειδή το σουτζούκ λουκούμ άρχισε να έχει ζήτηση άφησα τη ζαχαροπλαστική και άρχισα να φτιάχνω μόνο λουκούμια». Εκείνο που κάνει το σουτσούκ -λουκούμ να διαφέρει από τα άλλα , εξηγεί ο Μεχμέτ Χασάν, είναι τα περασμένα σε σπάγκο καρύδια που έχει στο εσωτερικό του και φυσικά η μορφή του που μοιάζει με σουτζούκι (μεγάλο λουκάνικο). Για να το φάει κανείς θα πρέπει πρώτα να το κόψει. «Τα υλικά που χρησιμοποιούμε είναι ζάχαρη, γλυκόζη, νισεστές , νερό και καρύδια και φυσικά η τεχνική. Το μυστικό είναι στην τεχνική αλλά αυτό δεν μπορώ να σας το περιγράψω» προσθέτει ο Μεχμέτ Χασαν. Ο γιος του Μεχμέτ, ο Χασάν Χασάν αν και σπούδασε πληροφορική προτίμησε, όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, να ασχοληθεί με την επιχείρηση του πατέρα του. «Έμαθα πως φτιάχνονται τα λουκούμια από πολύ μικρός καθώς τα καλοκαίρια δούλευα στο εργαστήριο του πατέρα μου. Το σουτζούκ λουκούμ το έφτιαχναν ανέκαθεν στην Κομοτηνή, δεν ξέρω από πότε αλλά ο πατέρας μου βελτίωσε τη συνταγή. Όταν βγήκε στη σύνταξη ανέλαβα εγώ την επιχείρηση και με την ίδια συνταγή φτιάχνουμε και σήμερα τα σουτζούκ λουκούμ και τα διαθέτουμε σε όλη την Ελλάδα» λέει ο Χασάν Χασάν.


Λουκούμια

Υλικά

2 κιλα ζάχαρι
1 1/2 φλυτζάνι κορνφλάουερ
6 φλυντζάνια νερό
1 φακελάκι μαστίχα
1 φακελάκι βανίλια
Ροδόνερο
1 σακουλάκι ζελατίνα
1/2 φλυτζάνι καρβουντισμένα ψιλοκομένα αμύγδαλα (προαιρετικά)
Ζάχαρι Άχνη

Ετοιμασία

Αναμιγνύετε την ζάχαρη με το κορνφλάουερ καλά σε μία κατσαρόλα. Προσθέτετε ανακατεύοντας το νερό, την βανίλια την μαστίχα, το ροδόνερο την ζελατίνα και τα αμύγδαλα.

Βράζετε σε σιγανη φωτια μέχρι να δέσει. Μόλις πήξει το κατεβάζετε και το αδειάζετε σε ένα λαδωμένο ταψάκι (οι λουκουμοποιοί ρίχνουν στο ταψί τους ζάχαρη αντί λαδιού). Το αφήνετε να κρυώσει και το βάζετε στο ψυγείο για 7 ωρες. Το βγάζετε απο το ψυγείο το κόβετε σε κυβάκια της αρεσκειάς σας και το κυλάτε σε μία πιατέλα με άχνη ζάχαρη.

30.10.09

Αναμνήσεις γεύσεων...

Ζητήθηκε από κάποιους φίλους μας να μας πουν ποιo είναι το φαγητό που τους αρέσει μέχρι δακρύων - που συνδέεται με στιγμές γαστρονομικής ευτυχίας και είναι κατά κάποιον τρόπο η δική τους μαντλέν*. Και ανοίξανε οι καταπακτές του υποσυνείδητου και σχεδόν όλοι μεταφέρθηκαν στις κουζίνες της μαμάς τους, με γεύσεις απλές και ανεπανάληπτες, που ακόμα αποτελούν τη λυδία λίθο της αθηναϊκής γεύσης.


Ελένη Ψυχούλη: Μακαρόνια με κιμά
Mε τα ζυμαρικά δεν με συνδέει κανένας έρωτας. Όμως, τα μακαρόνια με κιμά είναι η δική μου γευστική Εδέμ, η γεύση της αγάπης, της στοργής, της ζεστασιάς, η γεύση της ασφάλειας, η αίσθηση πως η ζωή είναι ένα Οριάν Εξπρές της ευτυχίας, που σταματάει μόνο σε γκλαμουράτους σταθμούς. Όπως άλλοι περιμένουν τη γαλοπούλα ή το πασχαλινό αρνί μια φορά τον χρόνο, όπως άλλες λαχταρούν τα διαμάντια του Tiffany, εγώ τους αφιερώνω τη δική τους μέρα, άπαξ ετησίως. Γιατί οι σπάνιες απολαύσεις οφείλουν να παραμένουν μοναδικές, να μην τσαλακώνονται στις κατσαρόλες της καθημερινότητας. Εκείνη τη νύχτα πρέπει να κάνει κρύο, να έχω παρέα μόνο κάποια από τις κολλητές μου και να τα μοιραστούμε μαζί σε ένα άδειο τραπέζι. Μόνο δυο βαθιά πιάτα, δυο πιρούνια, δυο χαρτοπετσέτες, στο πιο μίνιμαλ τοπίο της απόλυτης ηδονής.
Η Ελένη Ψυχούλη είναι δημοσιογράφος στο «Βήμα Gourmet».


Εύχαρις Τσαβλοπούλου: Κεφτεδάκια, πατάτες τηγανητές, ντομάτα σαλάτα
Τα κεφτεδάκια της γιαγιάς μου. Κεφτεδάκια, πατάτες τηγανητές και ντομάτα σαλάτα ήταν το μενού όταν την επισκεπτόμουν. Το σπίτι μοσχοβολούσε δυόσμο και φρεσκοκομμένες πατάτες, αλλά τι πατάτες! Που τις έριχνε στο αγνό λάδι. Αμ οι ντομάτες, τι άρωμα! Άλεθε τον κιμά μόνη της, έτριβε το κρεμμύδι και ζύμωνε με όλα τα καρυκεύματα που συνήθως έφτιαχνε μόνη της, Κωνσταντινουπολίτισσα γαρ.

Μου έδινε να δοκιμάσω τον ωμό κιμά, ήταν η αρχή της φιλίας μου με το steak tartare. Τριάντα χρόνια έζησα στη Γαλλία, γεύτηκα φίνα εδέσματα, γνώρισα υπέροχους σεφ, έμαθα ότι τα πιο απλά φαγητά γίνονται υπέροχα μόνο όταν χρησιμοποιούμε αγνά υλικά. Ο τραγανός απ' έξω και μαλακός από μέσα κεφτές της γιαγιάς Εύχαρις, η αγάπη γι' αυτό που έκανε η ποιητική της διάθεση, η πεντακάθαρη κουζίνα της ήταν τα πρώτα καθοριστικά μου βήματα στην αισθητική και στη γευσιγνωσία. Μειδιάζοντας, μου έλεγε: «Ευχαράκι, με αγάπη κάν' το, όσο για τις ποσότητες και τη συνταγή... E! Grosso modo, βρε παιδί μου!».
Η Εύχαρις Τσαβλοπούλου είναι ιδιοκτήτρια του καταστήματος Το Weekend της Εύχαρις.


Δημήτρης Αντωνόπουλος: Ψητές σκελίδες σκόρδου
Τη στιγμή που μια ψητή σκελίδα σκόρδου αρχίζει να διαλύεται στο στόμα, νιώθω ένα σκίρτημα μέσα μου. Είναι κάτι πολύ δυνατό, που ξεπερνάει την αψάδα της γεύσης του. Σαν εικονική πραγματικότητα ζωντανεύουν μπροστά μου έντονες στιγμές· αναμνήσεις τόσο γλυκές που καμιά φορά μου φαίνεται πως είναι πιο δυνατές κι απ' το ερέθισμα που τις προκάλεσε. Μια συναισθηματική πρωτεΐνη κάνει τη σιέστα της ξαπλωμένη στον ίσκιο του πυκνού δάσους των εγκεφαλικών δενδριτών, περιμένοντας ένα νεύμα σκόρδινο να την ξυπνήσει για να ζωγραφίσει μια οπτασία· μια ανάσα ζεστή, ένα άγγιγμα γλώσσας, μια σταγόνα ιδρώτα, ένα φιλί, ένας ψίθυρος αγαπημένος που κυλάει απ' τ' αυτί στα ρουθούνια και βρίσκει το μονοπάτι για το ίδιο πάντοτε σημείο βαθιά στις νευρωνικές συνάψεις, στους δενδρίτες που περιμένει σιωπηρά αυτή η ανάμνηση.
Ο Δημήτρης Αντωνόπουλος είναι κριτικός γεύσης στο «Αθηνόραμα».


Αναστασία Λαμπρία: Αυγοτάραχο
Κλείσε τα μάτια σου και άνοιξε το στόμα σου, μου είπε. Ήταν 1968, μεσημέρι, στεκόμουν όρθια μπροστά στην μπαλκονόπορτα της τραπεζαρίας που έβλεπε στην οδό Τσακάλωφ, ακριβώς πάνω από την ανηφορική στροφή της Λυκαβηττού. Ο ήλιος ζέσταινε ανοιξιάτικος. Η μπουκίτσα, μια τόσο δα μικρή φετούλα αυγοτάραχου, ανατίναξε τη γλώσσα μου, πλημμύρισε το στόμα μου, κατέκλυσε το μυαλό μου. Ήταν μια μικρή βόμβα, ένα εκρηκτικό που αν είχα τα μάτια μου ανοιχτά δεν θα 'χα ποτέ ανοίξει τα χείλη μου. Ποιος όμως θέλει να απογοητεύσει τον πατέρα του; Νόμισα ότι θα λιποθυμήσω από την ένταση. Από την πιο μεστή, πλούσια, δυνατή, αλμυρή, πυκνή, γήινη, θαλασσινή, γόνιμη γεύση που επιβλήθηκε πάραυτα. Η γεύση της μύησης στη Γεύση. Που παραμένει αναλλοίωτη και ξαφνιάζει κάθε φορά όσο και τότε. Κολυμπάω και πετάω, ξεραίνομαι στον ήλιο και μουλιάζω στις φυλλωσιές, γίνομαι οκτώ χρόνων και μαθαίνω.
Η Αναστασία Λαμπρία είναι η υπεύθυνη των εκδόσεων Ποταμός.


Γιάννης Ξανθούλης: Αυγά μάτια
Παρόλο που χρόνια περιγράφω γαστριμαργικές περιπέτειες των ηρώων των βιβλίων μου (με έμφαση στα φεστιβάλ μελιτζάνας της γιαγιάς μου), το φαγητό που με συνεπαίρνει δεν θα 'λεγα ότι είναι φαγητό. Δυο αυγά μάτια στο τηγάνι αποτελούν την πεμπτουσία μιας ένοχης απόλαυσης. Και τον καιρό που μου επιτρεπόταν να φάω αυγά -και μάλιστα τηγανητά- αλλά και σήμερα που από μακριά συνεχίζω να θαυμάζω αυτή την εξαίσια αυγουλίσια διεργασία με φόντο το σκοτάδι του τηγανιού.

Μου φαινόταν απίστευτα επικοινωνιακό φαγητό, κάτι που ερχόταν κόντρα στη δειλία μου, έτσι όπως με κοίταζαν τα αυγά μάτια μέσα από το πιάτο. Ανταλλάσσαμε φιλικές, για να μην πω ερωτικές ματιές, σε βαθμό που να διστάζω να επέμβω με αλάτι και πιπέρι για να μη χαλάσω το θερμό κίτρινο βλέμμα τους. Ποτέ δεν έχω νιώσει πιο φιλικά και πιο αποδεκτός μπροστά σε ένα πιάτο, όσο με τα αυγά μάτια. Από την άλλη, δεν τρελαινόμουν ούτε για αυγολέμονο, ούτε για μαγιονέζες. Τα αυγά στο τηγάνι να τραγουδούν μες στο φρέσκο βούτυρο ή ακόμη και σε ελαιόλαδο είναι ο απόηχος μιας λοξής ευτυχίας, που κάποτε αποτελούσε καθημερινό δρώμενο. Όταν αναγκάστηκα να τα στερηθώ, μου στοίχισε. Όμως η ανάμνηση όλων εκείνων των λαμπερών βλεμμάτων υπάρχει μέσα μου ζωντανή για να μου υπενθυμίζει την ενδιαφέρουσα «τεθλασμένη» μιας ζωής, που στον καιρό της την καταδίκαζα ως επίπεδη κι άνευ σημασίας.
Ο Γιάννης Ξανθούλης είναι συγγραφέας.


Αθήναιος: Γαλοπούλα τα Χριστούγεννα και μαγειρίτσα το Πάσχα
Όταν ασχολείσαι συστηματικά με τη μαγειρική, δύσκολα μπορείς να εντοπίσεις το φαγητό που μπορεί ν' απασφαλίσει τη βαλβίδα των συναισθημάτων σου, επιτρέποντάς τους να ξεχυθούν από μέσα σου. Μόνο που εγώ είμαι... «μπαμπάκιας», και τα δύο φαγητά που μαγείρευε ο πατέρας μου, τη γαλοπούλα τα Χριστούγεννα και τη μαγειρίτσα το Πάσχα, είναι αυτά που αδυνατώ να μαγειρέψω ή να φάω χωρίς να νιώσω να με καταλαμβάνει μια τεράστια συγκίνηση. Η μαγειρίτσα συνδέεται και με την παλαιότερη ανάμνηση του εαυτού μου: είναι Μεγάλο Σάββατο μεσημέρι, μ' έχουν βάλει με το ζόρι για ύπνο για να αντέξω μέχρι τα μεσάνυχτα κι ακούω και μυρίζω τους ήχους της προετοιμασίας από την κουζίνα. Η μαγειρίτσα, συνήθως, έβγαινε αρμυρή γιατί ο πατέρας μου ήταν βαρύς καπνιστής κι αυτό προφανώς επηρέαζε τη γεύση του, όμως σε μένα φαινόταν πολύ νόστιμη, κι ακόμα φαίνεται δηλαδή. Η γαλοπούλα, πάλι, ήταν άλλη ιστορία. Δεν ξέρω πού το είχε ακούσει, αλλά για τη γαλοπούλα είχε μια σειρά από μυστικά που από μικρή, που δεν είχα ιδέα από μαγειρική, μου φαίνονταν ελάχιστα πειστικά, αλλά περίμενα με ανυπομονησία να φτάσουν τα Χριστούγεννα για να τον δω να τα κάνει: μετά τις δυο πρώτες ώρες του ψησίματος, έβγαζε τη γαλοπούλα από το φούρνο, συγκέντρωνε όσα υγρά είχαν μαζευτεί στο ταψί, τα' ανακάτευε με μπράντι και φρέσκο βούτυρο και με το μείγμα αυτό έκανε ενέσεις στο πτηνό! Μετά βουτούσε γάζες στο ίδιο μείγμα και τύλιγε με αυτές τη γαλοπούλα για να παραμείνει τρυφερή. Γινόταν πολύ νόστιμη, αλλά αυτές οι ενέσεις παραμένουν ό,τι πιο καλτ έχω δει να γίνεται σε κουζίνα. Νομίζω πως η μαγειρίτσα είναι το μόνο φαγητό που μπορώ να μαγειρέψω από την αρχή μέχρι το τέλος με δεμένα μάτια. Και ταυτόχρονα να έχω άγχος. Και να καπνίζω ασταμάτητα. Και να φωνάζω: «Μην πειράξει κανείς την κατσαρόλα, μόνον εγώ». Όπως ακριβώς έκανε και ο πατέρας μου... Ο πατέρας μου ως νέος ήταν τύπος που χαμογελούσε περισσότερο με τα μάτια, αρκετά συγκρατημένος και κλειστός· παρ' όλα αυτά η έντασή των αισθημάτων του για μας γινόταν αντιληπτή και η ενασχόλησή του με την κουζίνα, έστω και δύο φορές το χρόνο, τον έφερνε κοντύτερα. Περισσότερο κι από το φαγητό με εντυπωσίαζε το χάος που άφηνε πίσω του, αυτό χαιρόμουν εξίσου με τις περιπέτειές του στην κουζίνα, γιατί ήταν η μόνη στιγμή που ο τελειομανής, ακριβολόγος και τακτικός μπαμπάς μου γινόταν ένας από εμάς. Γιατί ακόμα κι αν δεν ήταν τέλειος, ήταν παρ' όλα αυτά τέλειος. Για μένα. Μιλάμε συχνά για την αγάπη των γονιών προς τα παιδιά τους, αλλά σπανιότερα για το αντίστροφο· αφενός γιατί έχουν φροντίσει οι ψυχαναλυτές γι' αυτό. Αφετέρου, γιατί κάθε που θα το επιχειρήσεις, μετά από λίγο με δυσκολία θα βλέπεις την οθόνη του υπολογιστή και θα σπεύσεις να βάλεις τελεία. «Μπαμπά, η μαγειρίτσα είναι τέλεια». «Δεν σου φαίνεται λίγο αρμυρή ή μήπως ξινή, νομίζω ότι έβαλα λίγο πιο πολύ λεμόνι». «Χμμ, ναι, είναι λίγο αρμυρή, αλλά παρ' όλα αυτά είναι τέλεια». Και ήταν.
Ο Αθήναιος είναι gastroblogger.

Μελίνα Τανάγρη: Πρωινός καφές
Τελικά ναι. Η εκρηκτική γεύση του πρωινού καφέ με το άρωμα που προπορεύεται παρασύρει όλες τις άλλες, τις πιο λεπτές, τις πιο ιδιαίτερες, τις πιο σημαδεμένες. Τη στιγμή της πρώτης γουλιάς (πίνω καφέ μόνο το πρωί) θυμάμαι και ξεσηκώνομαι συγχρόνως ή ξεχωριστά. Μηδενίζω, συναρμολογώ, στοχάζομαι, με πλακώνει το βάρος, υπερίπταμαι, αναλόγως. Διεργασίες άπειρες, μοναδικές, ανάμεσα στις γουλιές χαλάω και ξαναφτιάχνω τον μικρόκοσμό μου με κινητήρια δύναμη αυτήν τη γεύση, την απόλυτα συγκεκριμένη και απαιτητική. Η απαίτησή της με κάνει να τη βάζω πάνω από τις άλλες και η λαχτάρα να τη γευτώ μαρτυράει πάντα την γκάμα μεταξύ χαράς, ζωής και κατάθλιψης. Και τώρα το συμπλήρωμα: πάντα δεν θα υπάρχει ένα παράθυρο ξενοδοχείου, μια γωνιά καταδική μου που το πρωινό τσιγάρο, αυτό το ένα, θα είναι αυτονόητο;
Η Μελίνα Τανάγρη είναι τραγουδοποιός και ερμηνεύτρια.


Ερρίκος Σοφράς: Κολοκυθοανθοί και ντομάτες γεμιστές
Ιούλιος 1986, Δημητρίου Πολιορκητού 69, στην Άνω Πόλη. Αργά μες στη νύχτα ανεβαίνουμε με τον Βασίλη Ιωσηφίδη στο ταρατσάκι του σπιτιού του και τρώμε στο σκοτάδι, σε εμαγιέ πιάτα, κολοκυθοανθούς και ντομάτες γεμιστές με σταφίδες και φρέσκο δυόσμο, μαγειρεμένα από το μεσημέρι. Σε δυο πήλινες κούπες πίνουμε κόκκινο, παγωμένο, δραμινό κρασί. «Στο βάθος είναι η Μηχανιώνα. Αυτό το άστρο είναι ο Αλτάιρ. Τα φώτα ως κάτω τη θάλασσα είναι η πόλη σου».
Ο Ερρίκος Σοφράς είναι μεταφραστής.


Διαμαντής Αϊδίνης: Τα τηγανητά
Τη δεκαετία του '60 ήμουνα παιδάκι και λόγω του ότι ο πατέρας μου είχε τότε δύο πολύ γνωστά για την εποχή εστιατόρια, το Ελληνικόν και το Πάνθεον, μεγάλωσα με take-away. Θυμάμαι ακόμα και τον σερβιτόρο που ερχόταν με τον δίσκο στο σπίτι για να μας φέρει συκωτάκια πουλιών με σος μαδέρας, σνίτσελ - που είναι το αγαπημένο μου- και ρώσικη σαλάτα· σημειωτέον ότι αυτά ήταν τα φαγητά που ήταν τότε στη μόδα. Εκείνη την εποχή, βέβαια, τα παιδιά της ηλικίας μου έτρωγαν φασόλια ή κοκκινιστό κατσαρόλας στην καλύτερη. Δεν θέλω να ακουστώ ψωνισμένος, αλλά αυτή ήταν η πραγματικότητα. Μετά, αφότου παντρεύτηκα, έζησα στην Ιταλία πάνω από δέκα χρόνια, τάχτηκα υπέρ του υγιεινού φαγητού. Η γυναίκα μου είναι πάρα πολύ καλή μαγείρισσα, αλλά τηγανητό δεν μπαίνει στο σπίτι, οπότε το φαγητό που μου φέρνει δάκρυα στα μάτια είναι τα τηγανητά. Ο βασιλιάς του φαγητού για μένα είναι οι τηγανητές πατάτες και τα αυγά μάτια, αλλά οι ανθοί κολοκυθιού βουτηγμένοι σε ελαφρύ κουρκούτι και τηγανισμένοι σε καυτό λάδι για ελάχιστα δευτερόλεπτα μου προκαλούν δάκρυα -χαράς και ευχαρίστησης- στα μάτια.
Ο Διαμαντής Αϊδίνης είναι εικαστικός.


Γιάννης Καρλόπουλος: Η τραχανόπιτα της μαμάς
Μια Κυριακή πριν δέκα χρόνια ξύπνησα με μια μυρωδιά να με ακολουθεί από την κουζίνα προς το υπνοδωμάτιο. Μυρωδιά φαγητού φούρνου. Εννοείται ότι δεν υπήρχε τίποτε και κανένας στο -εργένικό μου τότε- σπίτι. Πήρα τηλέφωνο τη μάνα μου στη Θεσσαλονίκη («Θαύμα, θαύμα!») και της ζήτησα να μου πει τη συνταγή της τραχανόπιτας. Ναι, τραχανόπιτα. Εκείνη την Κυριακή ήθελα πάση θυσία να φάω -και περισσότερο- να μυρίσω τον σκληρό τραχανά να ψήνεται ανάκατα με μικρά κομμάτια φέτας.

Δεν ξέρω ποια εκδοχή τραχανόπιτας γνωρίζετε (αν ξέρετε καν), όμως αυτή που «κουβάλησε» η μάνα μου ως κληρονομιά από ένα χωριό της δυτικής Μακεδονίας γινόταν το κυριακάτικο αντίδωρό μου, το γαστρονομικό μου άλμπουμ με τα βουκολικά στιγμιότυπα ενός παιδιού που μεγάλωσε στην «επαρχία» και μένει μόνο του στην Αθήνα, τρώγοντας σε φοιτητικά εστιατόρια και σελφ-σέρβις από ανοξείδωτους δίσκους. Από εκείνη την Κυριακή η τραχανόπιτα -πέρα από ένα απλό και υγιεινό πιάτο- απέκτησε και έναν συγκινητικό συμβολισμό. Βέβαια, ο γιος μου δεν τον συμμερίζεται και τόσο, γιατί απλά προτιμά αραιά και που καμιά τραχανόσουπα.
Ο Γιάννης Καρλόπουλος είναι γραφίστας, υπεύθυνος σχεδιασμού του «Βήματος της Κυριακής».


Αγλαΐα Κρεμέζη: Κότα Μιλανέζα
Τα φαγητά που θα ήθελα να φάω είναι πολλά και ποικίλλουν ανάλογα με τις εποχές. Αυτήν τη στιγμή ονειρεύομαι μια κλασική ηπειρώτικη κοτόπιτα. Γίνεται με ρύζι που έχει βράσει μαζί με χωριάτικο κόκορα και μπόλικα κρεμμύδια. Η κρεμώδης γέμιση της πίτας νοστιμίζει με μπόλικο τριμμένο τυρί φέτα, και βέβαια με τα κομματάκια του πουλερικού και άφθονο φρεσκοτριμμένο πιπέρι. Τυλίγεται σε κριτσανιστό σπιτικό φύλλο -αλλιώς καλύτερα να την ξεχάσουμε- που διπλώνει γύρω, μισοσκεπάζοντας τη γέμιση. Τέλος, η πίτα έχει μια χρυσαφιά κρούστα από αβγό και ελαιόλαδο. Νομίζω πως με συγκινεί κυρίως γιατί έχει θαυμάσια γεύση, αλλά και επειδή είναι μια σαφώς καλύτερη και αυθεντική εκδοχή του ρετρό «κότα Μιλανέζα» που μαγείρευε η μαμά μου, και χιλιάδες Αθηναίες τη δεκαετία του '70. Στο πολύ λιπαρό εκείνο πιάτο -εφεύρεση του Τσελεμεντέ- το κοτοπίλαφο κολυμπούσε στη μαργαρινάτη μπεσαμέλ, πασπαλισμένο με άφθονο τυρί Βίτσερις. Με το Μιλάνο δεν έχει καμιά σχέση, αλλά ήταν κακέκτυπο του γαλλικού poulet aux riz (κότα και πιλάφι με κρέμα γάλακτος).
Η Αγλαΐα Κρεμέζη είναι δημοσιογράφος γεύσης και συγγραφέας βιβλίων μαγειρικής.


Θάλεια Τσιχλάκη: Ομελέτα με μαύρη τρούφα
Περασμένες εννιά, μεσάνυχτα δηλαδή για τη γαλλική επαρχία, σταματήσαμε έξω από το σκοτεινό πανδοχείο. Μες στη βροχή με δυσκολία διάβασα «Στης Άννας», καθώς χτυπούσα, διστακτικά, την πόρτα. Η ηλικιωμένη γυναίκα που άνοιξε, μετά από ένα λεπτό δισταγμού, μας πέρασε σε μια μικρή τραπεζαρία, όπου έκαιγε το τζάκι. «Τώρα πια μπορώ μόνο να σας ετοιμάσω κάτι πρόχειρο», είπε κι εξαφανίστηκε στην κουζίνα της.

Λίγο αργότερα ένα ζεστό άρωμα, με νότες φουντουκιών και βουτύρου, ανήγγειλε την άφιξη του πιάτου. Τρώγαμε χωρίς να μιλάμε. Μαυλιστικά, γήινα αρώματα έρχονταν κι έσβηναν σαν κύματα στο στόμα μου. Με προκαλούσαν.

Έσπασα τη σιωπή για να καταλάβω αν κι οι άλλοι ένιωθαν κάτι ανάλογο. Μίλησα για εκείνη την ελαφρά υγρή αίσθηση των αβγών, στο εσωτερικό της ομελέτας. Ένιωθα ότι διάλεγα, ασυναίσθητα, λέξεις από το λεξιλόγιο του ερωτισμού για να περιγράψω την αντίθεση που δημιουργούσε αυτή η ρευστότητα με την τραχιά και τραγανή υφή της φρέσκιας μαύρης τρούφας.

Σταμάτησα για την τελευταία μπουκιά. Νόμισα ότι θα δάκρυζα. Ήθελα μόνο να ουρλιάξω.

Η έκπληξη όμως ήρθε την ώρα του λογαριασμού, όταν η Μερ-Αν δεν δέχτηκε πάρει χρήματα γιατί, είπε, είχαν περάσει τόσα χρόνια που είχε κλείσει πια την επιχείρηση που δεν ήξερε πια ούτε πώς να κοστολογήσει το φαγητό της.
Η Θάλεια Τσιχλάκη είναι δημοσιογράφος γεύσης.


Ράνια Οικονομίδου: Γεμιστά με κιμά
Το φαγητό που με συγκινεί είναι τα γεμιστά με κιμά. Τα «μαμακίστικα» γεμιστά δηλαδή, όπως τα έφτιαχνε η μαμά μου, που δεν υπάρχει πια. Την έχασα πριν από τρία χρόνια και από τότε δεν έχω ξαναφάει γεμιστά με κιμά, επειδή όλοι τα φτιάχνουν μόνο με ρύζι. Ντομάτες, πιπεριές, κολοκυθάκια και μελιτζάνες γεμισμένες με ρύζι, τη σάρκα της ντομάτας και των λαχανικών, κιμά και πατατούλες ψημένες μαζί τους στο ταψί, που είναι πολύ εύκολες να γίνουν, αλλά δεν έχω πετύχει να τις φτιάχνουν έτσι. Μου έχει λείψει πολύ το «μαμαδίστικο» φαγητό.
Η Ράνια Οικονομίδου είναι ηθοποιός.


Σκεύη Ερωτοκρίτου: Mole
Mole! Πουλερικό σε σος σοκολάτας με τσίλι. Πολύ κλάμα, γιατί μου θυμίζει το Μεξικό που τόσο λατρεύω. Το ασυγκράτητο δάκρυ, όμως, κατεβαίνει με την πρώτη μπουκιά ζεστής σοκολάτας. Το αλμυρό με το καυτερό και το γλυκό προκαλεί ένα σοκ στον ουρανίσκο, μια περαιτέρω συγκινησιακή φόρτιση που σε συνδυασμό με το μεξικάνικο τσίλι μπορεί να σε κάνει να πλαντάξεις.
Η Σκεύη Ερωτοκρίτου είναι φωτογράφος.


Θανάσης Σκρουμπέλος: Το νηστίσιμο (1950)
Μικρός που 'φύγαν οι δικοί μου για την Αμερική έμεινα με τη γιαγιά μου. Την πρώτη Σαρακοστή με τάραξε στη νηστεία. Μεγάλη Τρίτη με πήρε ο θείος μου που 'χε φορτηγό να πάμε στα σφαγεία . Εκεί 'σφάξαν κι ένα μικρό γουρουνάκι για «νηστίσιμο», έτσι είπαν. Το 'πλύναν με βραστό νερό και το καθαρίσαν από τις τρίχες. Μετά του 'βγάλαν τα εντόσθια και 'κόψαν λουρίδες λουρίδες το γεμάτο λίπος δέρμα του. Τις λουρίδες αυτές τις 'ρίξαν στην κατσαρόλα με πατάτες και κρεμμύδια κι έγινε όλο μαζί ένας χυλός. Ακόμη θυμάμαι τη γλύκα του. Μόνο με το φιλί τη συγκρίνω.
Ο Θανάσης Σκρουμπέλος είναι συγγραφέας.


Γιώργος Βέλτσος: Πεταλίδες
Δεν είναι παράξενο που η αναζήτηση του χαμένου χρόνου μέσω της «μαντλέν» είναι στραμμένη προς το μέλλον μας και όχι όπως νομίζουν προς το παρελθόν. Θα μπορούσα λοιπόν να σας πω ότι η μαντλέν μου είναι η μοριακή γαστρονομία (όταν το αγγουράκι γίνεται μους από το άζωτο), που τη δοκίμασα από τον Χριστόφορο Πέσκια πριν χρόνια. Παρ' όλα αυτά, δεν είναι του γούστου μου. Και τούτο γιατί η μνήμη, κυρίως η απρόσκλητη μνήμη, διαθέτει μόνο παρόν. Το παρόν στην άκρια της γλώσσας. Σ' αυτόν τον αδιάψευστο αδένα-αισθητήρα, που, ενώ όταν μιλάει λέει ψέματα, όταν γεύεται λέει μόνο την αλήθεια. Αλλά ποια είναι η αλήθεια για τη γεύση; Απαντώ απερίφραστα το φρέσκο. Το φρέσκο και το ωμό.

Όταν λοιπόν τα καλοκαίρια τραβάω με τα νύχια μου μια πεταλίδα κολλημένη στον βράχο, ύστερα τη γεύομαι μαζί με το αλμυρό νερό έχω την μνήμη της παιδικής μου ηλικίας, της καταγωγής μου, και αυτό που θα γίνω όταν κάποτε εξαϋλωθώ στον Βοριά, αέρας.
Ο Γιώργος Βέλτσος είναι ποιητής.


Μάρκος Φράγκος: Νιόκι με πέστο
Το φαγητό που μου φέρνει δάκρυα στα μάτια είναι το νιόκι με πέστο. Πολύ δύσκολο να το φτιάξεις καλά, αλλά όταν είναι καλομαγειρεμένο είναι μια ερωτική πανδαισία. Πρώτη φορά το έφαγα όταν μου το έκανε μια φίλη σε μια πολύ intimate φάση. Αυτό που μου αρέσει στα νιόκι είναι ότι έχουν τρία επίπεδα επίγευσης· όταν τα καταπίνεις, το πρώτο πράγμα που νιώθεις στον λαιμό σου είναι η πατάτα, το άμυλο, δηλαδή το ζυμάρι. Μετά νιώθεις το πέστο, τη σάλτσα και στο τέλος το καρύκευμα. Είναι 3 αλλεπάλληλα επίπεδα γεύσης. Αρκεί να είναι καλομαγειρεμένο, φτιαγμένο με αγάπη.
Ο Μάρκος Φράγκος είναι μουσικός δημοσιογράφος.


Θοδωρής Γκόνης: Επαρχιακά εστιατόρια
Μόνο όταν περνάω πρωί μπροστά από επαρχιακά εστιατόρια και ευωδιάζει η κουζίνα τους. Είναι όλα έτοιμα , περιμένουν στη βιτρίνα. Πρωί πρωί, στις δέκα, στις εννιά, είναι όλοι εκεί. Έχουν παραγγείλει τις σούπες , τα μακαρόνια στο βαθύ πιάτο, τις μελιτζάνες τις τσακώνικες, τα πιλάφια με τη σάλτσα του ψητού. Με το τυρί με το κρασί στο νεροπότηρο. Λαίμαργα, μόνο τότε το δάκρυ... Μαζί τους. Τότε ναι... Μόνο μ' αυτούς. Τους πεινασμένους. Που δεν τους χόρτασα ποτέ.
Ο Θοδωρής Γκόνης είναι σκηνοθέτης.


Φώτης Βαλλάτος: Φρέσκος αχινός
Φρεσκοψαρεμένος αχινός χωρίς λάδια-λεμόνια-ξύδια, με το χέρι, καθισμένος πάνω σε ένα βράχο ενώ ρουφάς το θαλασσινό νερό από το καβούκι του με ό,τι έχει απομείνει μέσα. Επαναλαμβάνεις για τους υπόλοιπους πενήντα αχινούς που έχεις πιάσει. Με διαφορά η καλύτερη γεύση στον πλανήτη Γη.
Ο Φώτης Βαλλάτος είναι δημοσιογράφος.


Τζούλια Τσιακίρη: Πατάτες μ' αυγά και ντομάτα
Στον Άγιο Γεώργιο Κουνουπίτσας Μεθάνων το 1960 υπήρχε ένα βουλιαγμένο καράβι αντί για λιμενοβραχίονας κι ένας Γιώργος με γαλανά μάτια, γιος του ψαρά. Όταν γύριζα από το μπάνιο στην παράγκα όπου παραθερίζαμε, η θεια-Ματώ τηγάνιζε τις πατάτες στη φωτιά από ξύλα σε κατάμαυρο απέξω τηγάνι και μέσα σαν ασημένιο. Εκείνες οι πατάτες μ' εκείνα τα αυγά και την ντομάτα είναι το δακρυγόνο φαγητό για μένα. Και σύκα και σταφύλια.
Η Τζούλια Τσιακίρη είναι η υπεύθυνη των εκδόσεων Το ροδακιό.


Σύλλας Σεραφείμ: Λαχανοντολμάδες
Με το πρώτο κρύο του φθινοπώρου άρχιζε να μυρίζει βραστό λάχανο. Ακριβώς η μυρωδιά, όταν το ζεματάς ολόκληρο και σιγά σιγά, βγάζοντας τα φύλλα του, σαν ένα αισθησιακό στριπτίζ από κάποιο παρισινό καμπαρέ σε μια νουάρ ταινία. Έτσι βγαίνουν τα φύλλα: σιγά σιγά, ένα ένα κι ολόκληρα. Είναι οι χλοερές γάζες που θα ντύσουν το ζυμωμένο κύμα με το ρύζι και τα μυρωδικά. Οι γευστικές αυτές χειροβομβίδες κουρνιάζουν ειρηνικά η μια πάνω στην άλλη για να σιγομαγειρευτούν και να λουστούν με τη λευκόχρυση σάλτσα και το ασπροπίπερο, στο τέλος, επάνω. Φέτα, ψωμί, κι η μυρωδιά του χειμώνα, η γεύση των παιδικών μου χρονών, το νοστιμότερο φαγητό της ζωής μου, ήταν, απλώς, η ευτυχία στο πιάτο μου.
Ο Σύλλας Σεραφείμ είναι ηθοποιός.


Στέφανος Κονιδάρης: Μελιτζάνες τηγανητές
Απλά πράγματα. Μελιτζάνες τηγανητές στο λάδι, χωρίς αλεύρια, κουρκούτια και ιστορίες. Μετά ψιλοκομμένες πάνω σε άσπρο ψωμί και με πολύ αλάτι. Δεν είναι καμιά σπουδαία συνταγή. Μου θυμίζει, όμως, έντονα τα παιδικά μου χρόνια. Σταμάταγα το απόγευμα για λίγο το παιχνίδι και έπεφτα με τα μούτρα στη μελιτζάνα.
Ο Στέφανος Κονιδάρης είναι συνιδιοκτήτης του μπαρ Use...


Λουίζα Ζαούση: Σουσαμένιο κουλούρι, φρουτάλια, λουκουμάδες
Θυμάμαι τρεις γεύσεις, όλες από τα παιδικά μου χρόνια. Το σουσαμένιο κουλούρι που έτρωγα κάθε μέρα στο σχολείο, στο διάλειμμα, μαζί με μια λεπτή, τριγωνική φετίτσα κεφαλοτύρι. Τη φρουτάλια (ομελέτα με τηγανητές πατάτες) που με τάιζε η μητέρα μου (θυμάμαι το χέρι της), ενώ καθόμουν σε μια ξύλινη ροζ καρεκλίτσα στο παιδικό τραπεζάκι μου. Τους ζεστούς λουκουμάδες στο ζαχαροπλαστείο του Μπόκολα, στην πλατεία Κολωνακίου, που ήταν πάντα ανταμοιβή για κάτι.
Η Λουίζα Ζαούση είναι η υπεύθυνη των εκδόσεων Ωκεανίδα.


Aλέξανδρος Καρδάσης: Γιουβέτσι με κατσίκι
Νομίζω ότι το φαγητό που μου φέρνει δάκρυα στα μάτια είναι ένα γιουβετσάκι με κατσίκι που έφτιαχνε η γιαγιά μου. Θα ήταν φτιαγμένο σε τσουκάλι, μαγειρεμένο από την ίδια. Δεν θα ήταν μαγειρικά σωστό - το κριθαράκι θα ήταν λίγο παραπάνω βρασμένο, ίσως να 'ταν και λίγο αλμυρό, αλλά θα ήταν φτιαγμένο με μπόλικες αναμνήσεις.
Ο Aλέξανδρος Καρδάσης είναι σεφ στο εστιατόριο Αθήρι.


Jerome Lorvellec: Ηachis parmentier
Θα ήταν ένα πολύ απλό φαγητό που μου έφτιαχνε η μητέρα μου συχνά σχεδόν 2 φορές τη βδομάδα όταν ήμουν μικρός. Λέγεται hachis parmentier. Παίρνεις μοσχαρίσιο κιμά με λίγο κρεμμυδάκι και σκόρδο (κάποιοι βάζουν και ντομάτα ή λίγο χυμό λεμονιού) και τα ψήνεις στο τηγάνι. Τρίβεις τυρί πάνω στο ήδη τηγανισμένο κρέας, τοποθετείς το κρέας πάνω σε ένα στρώμα πουρέ πατάτας και το βάζεις όλο μαζί στο φούρνο. Η μητέρα μου το μαγειρεύει με κιμά μοσχαρίσιο· σε άλλα μέρη της Γαλλίας, απ' ό,τι ξέρω, το κάνουν με πάπια. Τώρα πια το μαγειρεύω κι εγώ για τα δικά μου παιδιά.
Ο Jerome Lorvellec είναι head chef στο Nobu, στον Αστέρα Βουλιαγμένης.


Μαρία Μπακοδήμου: Αρνάκι με δεντρολίβανο και σκόρδο
Με κάνει να κλαίω από συγκίνηση το αρνάκι με δεντρολίβανο και σκόρδο, και εννοείται πως είναι φαγητό που ξέρω να κάνω καλά. Μου φέρνει πάντα στο μυαλό Κυριακές με οικογένεια και φίλους γύρω από το τραπέζι, και το μαγειρεύω και για τους γιους μου. Θυμάμαι μια φορά που το έφτιαξα για τον Φώτη και ήθελα να το συνοδεύσω με σαλάτα λάχανο. Όπως πήγα να σερβίρω το λάχανο, μπερδεύτηκα και αντί για λάδι του έβαλα απορρυπαντικό για τα πιάτα. Επειδή δεν είχα άλλο λάχανο, το ξεπλύναμε. Πήρε τρεις ώρες. Θα μπορούσες να πεις ότι και τότε έκλαιγα. Από τα γέλια.
Η Μαρία Μπακοδήμου είναι παρουσιάστρια στην τηλεόραση.


Χρήστος Μπιτσαξής: Τάρτα με μπισκότο κανέλας
Μια τάρτα με μπισκότο κανέλας (crumble) σε υγρή μορφή, με μους πικρής σοκολάτας και σοταρισμένα μήλα. Εγώ το φτιάχνω σε εξελιγμένη μορφή: ο παππούς μου και η γιαγιά μου το φτιάχνανε λίγο πιο απλά, πιο πολύ θύμιζε μους σοκολά με μπισκότο. Τώρα, έτσι όπως το φτιάχνουμε εμείς, είναι πιο τεχνικά άρτιο. Το διάλεξα γιατί όταν πρωτοδοκίμασα αυτό το γλυκό (μαζί με την Κοπεγχάγη) αποφάσισα να ασχοληθώ με τη ζαχαροπλαστική. Το φτιάχνουμε κάποια χρόνια τώρα, συνήθως μεταξύ Οκτώβρη και Γενάρη, γιατί είναι πληθωρικό γλυκό: η κανέλα, το μήλο, το μπισκότο το κάνουν πολύ αρωματικό.
Ο Χρήστος Μπιτσαξής είναι ιδιοκτήτης του ζαχαροπλαστείου Μέλισσα στο Περιστέρι.


Στέλιος Παρλιάρος: Κρύα γεμιστά χωρίς κιμά
Κρύα γεμιστά χωρίς κιμά με κουκουνάρια και σταφίδες - είναι κάτι που έτρωγα μικρός στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Στέλιος Παρλιάρος είναι ζαχαροπλάστης.


Γιάννης Πετρίδης: Μαγειρίτσα
Η μαγειρίτσα, όπως την περίμενα κάθε χρόνο μετά την Ανάσταση και την έτρωγα στα παιδικά μου χρόνια στο οικογενειακό τραπέζι. Ένας χρόνος αναμονής στις ανέμελες εποχές της παιδικής μας ηλικίας...
Ο Γιάννης Πετρίδης είναι μουσικός παραγωγός.


* Οι μαντλεν: Mικρά παραδοσιακά γαλλικά γλυκά, που έχουν σχήμα κοχυλιού. Ο ήρωας του Προυστ στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ξεκινά το ταξίδι του στη μνήμη, το «ξύπνημά» του, όταν τρώει μια μαντλέν βουτηγμένη στο τσάι

Από τη LIFO TEAM

25.10.09

Ένα μικρό αριστούργημα


«Τα ρεβύθια τα κανε η συχωρεμένη η μάνα μου με τη στάχτη και ήτανε πάρα πολύ ωραία. Ακριβώς πώς δεν θυμάμαι. Τα βράζανε με την αλισίβα κι ύστερι πηγαίνανε και τα πλύνανε στο νερό κι έφευγεν το φλίδι καλά καλά. Ήτανε νόστιμα πολύ. Έτσι που τα κάναν με την αλισίβα μπορούσες να τα φας όπως ήτανε, πριν να τα βάλεις στην κατσαρόλα να τα βράσεις -θυμάμαι τη συχωρεμένη τη μάνα μου που πήγαινε στο πηγάδι και τα πλυνε, γιατί θέλαν πολύ πλύσιμο- και μαζευόμαστε όλα εκεί τα εγγόνια και τα τρώαμε έτσι, πριν τα μαγειρέψει. Μας φώναζε, "E, τώρα εσείς δε θα μου αφήσετε να μαγειρέψω καθόλου;" Α, καημένα χρόνια...».

Διαβάζω τέσσερα βιβλιαράκια που πήρα από το Συνεταιριστικό βιβλιοπωλείο στην Ρ. Φεραίου. Είναι εκδόσεις της Media Dell'Arte, την επιμέλεια έχει κάνει η Λάρα Καλλίρη και τις φωτογραφίες η Δέσποινα Σπύρου. Πρόκειται για τέσσερα βιβλία σε μορφή σημειωματάριου με σπιράλ με συνταγές από τα νησιά Φολέγανδρος, Σίκινος, Δονούσα και Αμοργός.

Η ιδιαιτερότητα βρίσκεται στο πώς είναι γραμμένα. Οι συνταγές αλλά και οι φράσεις σαν κι αυτή που γράφω εδώ είναι από συνεντεύξεις που πήρε η κ. Καλλίρη από γυναίκες των νησιών και τις δημοσίευσε unedited. Με τους ιδιωματισμούς, την προφορά αλλά και την τεχνική. Οι φωτογραφίες είναι αριστουργήματα, που όμοιά τους δεν έχουμε δει δημοσιευμένα. Εικόνες χαρακτηριστικά νησιώτικες, που μέσα από την απλότητα του «σκηνικού» φαίνεται το απέραντο μεγαλείο του Αιγαίου και των ανθρώπων που ζουν εκεί.

Στέκομαι σε πολλές εικόνες. Ασβεστωμένοι τοίχοι, νησιώτικα πρόσωπα, χαραγμένα με βαθιές ρυτίδες, ένα πιάτο με κυδώνι γλυκό, ένα ράφι μέσα στον τοίχο με τα «καλά» σερβίτσια, η φωτογραφία της γιαγιάς, τα ράφια του μπακάλικου, όλα φωτογραφημένα με το σωστό φως, αυτό του ήλιου του Αιγαίου που όλα τα καίει και όλα όσα βρίσκονται μέσα στα σπίτια με τους χοντρούς τοίχους τα κάνει να φαίνονται προστατευμένα και άγια.

Όταν πρόκειται για βιβλία μαγειρικής, τώρα πια που όλα έχουν γραφτεί και έχουν δει τα μάτια μας χιλιάδες συνταγές, μεθόδους, διαφορετικές κουζίνες, στυλ φωτογραφίσεων και έχουμε γνωρίσει τους πάντες που ήθελαν να γράψουν μια συνταγή και το έκαναν, η ιδέα πως διαβάζω ένα βιβλιαράκι που καταγράφει τα λόγια μιας γυναίκας από τη Δονούσα που τα ρεβύθια της τα φτιάχνει από ένστικτο και όχι από συνταγή κι όμως η γεύση τους είναι ασύγκριτη, είναι συγκινητική και πρωτοποριακή μαζί. Γιατί; Γιατί αυτό είναι η ουσία του φαγητού, η μνήμη.

Οτιδήποτε μπαίνει στην κουζίνα και δεν έχει μνήμη, πέφτει και τσακίζεται.

21.10.09

Το Γλυκό θέλει το… Μάστορά του


«Κυρ-Σάββα, ο γιος σου είναι γεννημένος για ζαχαροπλάστης» ήταν τα λόγια του Νίκου Παπαδόπουλου, ζαχαροπλάστη στην Πτολεμαΐδα το 1971, προς τον πατέρα του Γιώργου Σιδηρόπουλου από το Μεσόβουνο. Ο Γιώργος ήταν τότε 15 χρονών και πηγαινοερχόταν συχνά με το λεωφορείο από το Μεσόβουνο στην Πτολεμαΐδα για να πάρει γλυκά από το κατάστημα του κ. Παπαδόπουλου, προκειμένου να τα μεταφέρει στο καφέ-ζαχαροπλαστείο του πατέρα του στο χωριό. Αυτά τα λόγια ήταν αρκετά να κάνουν το Γιώργο Σιδηρόπουλο να αποφασίσει από πολύ νωρίς τι θέλει να κάνει στη ζωή του.

Ο κ. Σιδηρόπουλος έκανε τα πρώτα του βήματα στη ζαχαροπλαστική στο πλευρό του Νίκου Παπαδόπουλου και στα πέντε χρόνια που παρέμεινε στο εργαστήριο του «μάστορα» οι εμπειρίες που απέκτησε ήταν πολλές. «Ήταν πολύ δύσκολα εκείνα τα χρόνια. Καταρχάς δουλεύαμε πάρα πολλές ώρες και βέβαια όλα γίνονταν στο χέρι, γιατί μηχανήματα δεν υπήρχαν. Εκεί μάθαινες να κάνεις γλυκό και καταλάβαινες περί τίνος πρόκειται» λέει σήμερα ο κ. Σιδηρόπουλος. Προσθέτει, όμως, απευθυνόμενος σε όσους τώρα ξεκινούν τα πρώτα τους βήματα στη ζαχαροπλαστική ότι τότε δεν δούλευαν απλά για το μεροκάματο, αλλά για να μάθουν τα μυστικά της δουλειάς με την προοπτική να ανοίξουν κάποτε το δικό τους ζαχαροπλαστείο. «Αυτές οι εμπειρίες μου έδωσαν να καταλάβω πως ότι κάνουμε στη ζωή μας απαιτεί σοβαρότητα και ευθύνη» προσθέτει ανατρέχοντας για λίγο στα παλιά ο κ. Σιδηρόπουλος.


Εξιστορώντας, λοιπόν, τις εμπειρίες του από τις δύσκολες εκείνες εποχές, μας λέει πως αυτό που του έχει μείνει στο μυαλό είναι η «σκληρότητα» των ζαχαροπλαστών. «Όλα γίνονταν υπό την επίβλεψη και επιτήρηση του μάστορα, ώστε να αποφευχθεί το λάθος. Δεν εμπιστεύονταν κανείς τα παιδιά και πάντα κρατούσαν το μυστικό τους, γιατί ο φόβος ότι μπορεί να γινόμασταν καλύτεροι από αυτούς πάντα υπήρχε.

Έτσι λοιπόν, όση δουλειά και αν κάναμε, ποτέ δεν μας άφηναν να ολοκληρώσουμε τη συνταγή και πάντα το τελευταίο υλικό - μυστικό το έβαζαν οι ίδιοι μάστορες» συνεχίζει ο κ. Σιδηρόπουλος.

Στο Νίκο Παπαδόπουλο ο Γιώργος παρέμεινε μέχρι το 1976, όταν και ξεκίνησε τη στρατιωτική του θητεία. Κατά την τριετή εκτέλεση των στρατιωτικών καθηκόντων του, αεικίνητος και εργατικός σε όποια πόλη κι αν μετατίθετο, χτυπούσε πόρτες και αναζητούσε ζαχαροπλάστες, προκειμένου να πάρει ακόμη περισσότερες εμπειρίες και μυστικά. «Προσπαθούσα να εκμεταλλευτώ κάθε γνωριμία και δε βγήκα χαμένος από αυτό. Πρώτον και σημαντικότερον γιατί απέκτησα πολλούς φίλους και δεύτερον γιατί αποκόμισα πληροφορίες και συμβουλές που με βοήθησαν στην δουλειά μου» εξηγεί σήμερα.

Η απόλυσή του από το στρατό τον βρήκε το 1979 στο καφέ-ζαχαροπλαστείο που έστησε ο αδερφός του Βασίλης στην Κοζάνη. Στο «Λυχνάρι» ξεκίνησε να φτιάχνει τα πρώτα του γλυκά στο εργαστήριο που υπήρχε στην πίσω πλευρά του καταστήματος, το οποίο βρισκόταν στην οδό Δημοκρατίας απέναντι από το διοικητήριο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Λόγω, όμως, του ότι δεν είχε εμπειρία από την αγορά της εποχής, όπως ομολογεί σήμερα ο ίδιος, αποφάσισε να φύγει από την Κοζάνη τέσσερις μήνες μετά, έχοντας την εντύπωση πως το κατάστημα δεν είχε μέλλον και να ανοίξει ένα νέο με τον άλλο αδερφό του Κυριάκο στην Πτολεμαΐδα, στην οδό 25ης Μαρτίου.

Στο κατάστημα αυτό παρέμεινε μέχρι το 1995 όταν και άνοιξε νέο κατάστημα με την οικογένεια του και ξεκίνησε την οικογενειακή επιχείρηση που διατηρεί σήμερα.


«Σ’ εκείνο το μαγαζί χρειαζόταν να ακουμπάμε και να ενοχλούμε ουσιαστικά ο ένας τον άλλο, όταν χρειαζόμασταν ένα υλικό από τα ράφια. Ήμασταν στριμωγμένοι και πάντα είχα στο μυαλό μου να φτιάξω κάτι μεγάλο, σύγχρονο και άνετο, κυρίως για τον εργαζόμενο, γιατί ήξερα από πρώτο χέρι πως είναι να εργάζεσαι σ’ ένα όχι και τόσο ευρύχωρο μέρος» μας λέει ο κ. Σιδηρόπουλος, εξηγώντας πως αποφάσισε να κατασκευάσει το εργοστάσιο αρτοζαχαροπλαστικής που λειτουργεί σήμερα στο 4ο χιλιόμετρο Πτολεμαΐδας - Ανατολικού. Πρόκειται ομολογουμένως για ένα σύγχρονο κτίσμα, έκτασης 1400 τετραγωνικών μέτρων, το οποίο πληροί όλες τις προδιαγραφές διασφάλισης ποιότητας και αποτελεί πρότυπο λειτουργίας επιχείρησης στη Δυτική Μακεδονία, αλλά και στη βόρεια Ελλάδα γενικότερα.

Η έναρξη λειτουργίας του εργοστασίου έγινε το 2003 και σήμερα σ’ αυτό και στα δύο καταστήματα πώλησης που διαθέτει στην Πτολεμαΐδα, εργάζονται 27 άτομα. Επίσης, δίπλα στο εργοστάσια λειτουργεί η καφετέρια «Άρτεμις» με μοναδικό στυλ και διακόσμηση. Αξίζει να σημειωθεί πως όσον αφορά στην τοποθεσία του εργοστασίου, αυτή δεν επιλέχθηκε τυχαία. Ο κ. Σιδηρόπουλος ήθελε πάντα να βρίσκεται κοντά στο χωριό του και αποφάσισε να δημιουργήσει το όνειρό του, όπως ομολογεί, κατά μήκος του δρόμου Πτολεμαϊδας- Μεσοβούνου που πηγαινοερχόταν καθημερινά το 1971.


Στο χώρο αυτό μπορεί κανείς να βρει όλη τη γκάμα των προϊόντων γλυκού και άρτου. Η φιλοσοφία του Γιώργου Σιδηρόπουλου σχετικά με αυτό που αποκαλούμε σπεσιαλιτέ εμπεριέχεται στα παρακάτω λόγια του: «πιστεύω πως η σπεσιαλιτέ δε σημαίνει απαραίτητα ότι πρόκειται για κάτι μοναδικό, το οποίο δεν διαθέτει κάποιος άλλος. Πιστεύω ότι μπορεί να είναι κάποιο είδος που έχουν όλοι, απλά εσύ το κάνεις καλύτερα και το λανσάρεις έτσι στην αγορά». Όποιος, λοιπόν, έχει δοκιμάσει τρίγωνο σοκολάτας και προφιτερόλ από το Σιδηρόπουλο, δεν ξεχνά τη νοστιμιά τους!

Όλη αυτή η γκάμα των «πειρασμών» του κ. Σιδηρόπουλου παράγεται ετησίως από περίπου 10 τόνους ζάχαρης, 20 τόνους σοκολάτας, 20 τόνους αλεύρων, 40 τόνους κρέμας γάλακτος και 2,5 τόνους ξηρών καρπών! Αριθμοί όλο γλύκα! Το ίδιο γλυκό, όπως μας λέει, είναι και το όνειρό του. «Νομίζω πως εκπλήρωσα το όνειρό μου στο 100%. Έφτιαξα ένα χώρο σύγχρονο, όπως τον φανταζόμουν, και είμαι απόλυτα ευχαριστημένος. Το όνειρό μου ήταν να έχω και μια υπέροχη οικογένεια, την οποία και έχω και πιστέψτε με δεν χρειάζομαι τίποτα, μα τίποτα άλλο» λέει συγκινημένος ο κ. Σιδηρόπουλος. Σύμμαχός του οι πιστοί πελάτες του που του δείχνουν καθημερινά την εμπιστοσύνη τους, όχι μόνο γιατί είναι καλός «μάστορας» αλλά και γιατί είναι καλός άνθρωπος, όπως λένε.

Πηγή: Περιοδικό Όμικρον